Ηελληνική οικονομία καθοδηγούμενη από την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική, απώλεσε με την αποδυνάμωση της εσωτερικής της δυναμικής τις μακροοικονομικές, τις δημοσιονομικές και κοινωνικές της ισορροπίες, μετατρέποντας την αγορά ως κεντρικό μηχανισμό της λειτουργίας της και τις δημόσιες πολιτικές ανάπτυξης και αναδιανομής του εισοδήματος ως ενοχλητικό μηχανισμό της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι η διαρκής και ανεπιτυχής αναζήτηση της αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης και βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας στον περιορισμό του κόστους εργασίας.

Πράγματι, η συντελούμενη μείωση του κόστους εργασίας συνοδεύτηκε από την μείωση της ανταγωνιστικότητας, την μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων από 21,2% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2003 στο 20,2% το 2006, την μείωση των επενδύσεων νέας τεχνολογίας από 0,63% το 2003 στο 0,61% το 2005, την αύξηση του κόστους ζωής στα επίπεδα του 87% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, την αύξηση με βραδύτερους ρυθμούς του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (εισόδημα ανά κάτοικο) στα επίπεδα του 84% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στο 91% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι η σταδιακή μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ του επιχειρηματικού τομέα στην Ελλάδα από 58% στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε 44% την πρόσφατη περίοδο (2004-2006) (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2006).

Έτσι, είναι φανερό ότι την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αύξηση του κόστους ζωής και την μείωση του κόστους εργασίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, επωφελήθηκε η αύξηση της κερδοφορίας (23,2% το 2005 σε σχέση με το 1995 ενώ η αντίστοιχη αύξηση στην Ε.Ε.-15 ήταν 12,3%).

Παρά τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις, η οικονομική πολιτική προβλέπει μία νέα τετραετία περιοριστικής πολιτικής στο εισόδημα και στην κοινωνική ασφάλιση, αφού στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2006-2009 που υπέβαλε η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβλέπεται μείωση του δημοσίου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους η οποία, μεταξύ των άλλων, θα προέλθει από την μείωση των δαπανών για μισθούς στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα: από 8,7 δισ. ευρώ το 2006 σε 7,5 δισ. ευρώ το 2009

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΤΕΙ

νέο αποθεματικό με την καταβολή από το 2005 μέχρι το 2025, 2 δισ. ευρώ τον χρόνο για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για να χρηματοδοτηθούν όσοι θα συνταξιοδοτηθούν σε 18 χρόνια και μετά

καθώς και από την εφαρμογή της «ασφαλιστικής μεταρρύθμισης» (μείωση κύριων και επικουρικών συντάξεων διαμέσου των ενοποιήσεων, αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη, σταδιακή κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, μείωση των δημοσίων δαπανών υγείας κ.λπ.) προκειμένου να βελτιωθεί, όπως υποστηρίζεται, η μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της χώρας, ανεξάρτητα εάν από αυτή την εξέλιξη, εκτός των άλλων, τα ασφαλιστικά ταμεία του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα θα περιορίσουν, από αυτή την επιλογή, τα έσοδά τους κατά 240 εκατ. ευρώ, περίπου.

Πιο συγκεκριμένα, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη στην Ελλάδα, όπως έχει αποδειχθεί έχει ελάχιστη συμβολή στην μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος.

Έτσι, η θέσπιση αυτού του μέτρου στην Ελλάδα: α) θα συμβάλει στην επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του επιπέδου παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι η παραμονή μετά το 63ο έτος στον ενεργό βίο επηρεάζει αρνητικά το συνολικό επίπεδο παραγωγικότητας, β) θα μετατοπίσει τον χρόνο κρίσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μόνο κατά πέντε μήνες, γ) θα παρατείνει το πραγματικό έτος συνταξιοδότησης στην Ελλάδα (63 έτη) το οποίο είναι 1,5 έτος περισσότερο από αυτό της Γερμανίας, και δ) θα αποπροσανατολίσει τη δημόσια συζήτηση και τις κοινωνικοασφαλιστικές επιλογές από τα ουσιαστικά προβλήματα και από τις αναγκαίες λύσεις που είναι απαραίτητες για την μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων στη χώρα μας.

Π ράγματι, όπως έχει αποδείξει η επιστημονική έρευνα (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2007) ο σκληρός πυρήνας του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας δεν είναι ούτε η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, ούτε η μείωση των συντάξεων, ούτε η αύξηση των εισφορών κ.λπ. Αντίθετα είναι η αναγκαιότητα σχηματισμού νέου αποθεματικού με την καταβολή από το 2005 μέχρι το 2025, 2 δισ. ευρώ τον χρόνο για την περίπτωση του ΙΚΑΕΤΑΜ, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις και οι άλλες παροχές αυτών που σήμερα είναι νεώτεροι από 50 ετών και θα συνταξιοδοτηθούν σε 18 χρόνια και μετά.

Σε αντίθετη περίπτωση, η μείωση ή ο έλεγχος αύξησης των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών με στόχο την δημοσιονομική ισορροπία, θα συμβάλει στην ουσιαστική και θεσμική μετεξέλιξη του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων από έναν μηχανισμό αναδιανομής του εισοδήματος σ΄ έναν μηχανισμό παροχής βοήθειας και φιλανθρωπίας.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Επιστ. Δ/ντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕΑΔΕΔΥ