Θα μπορούσε να έχει κανείς διάφορους λόγους για να υποστηρίξει την αλλαγή του άρθρου 16 του Συντάγματος. Θα μπορούσε π.χ. να μη θέλει να προσδιορίζονται ως σκοποί της εκπαίδευσης η ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης ή θα μπορούσε να θέλει να αναζητήσει άλλες μορφές νομικής υπόστασης για τα πανεπιστήμια που διαφέρουν από αυτή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (βλ. τις σχετικές παρεμβάσεις του Ν. Αλιβιζάτου). Θεωρώ τους προβληματισμούς αυτούς καίριους αλλά δεν θίγουν με άμεσο τρόπο το επίδικο ζήτημα που έχει ανακύψει σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος το οποίο δεν είναι άλλο από το αν θα επιτρέπεται ή όχι να παρέχεται ανώτατη εκπαίδευση από φορείς οι οποίοι δεν είναι κρατικοί.

Αντί να υποστηρίζουμε φοβικά και αμυντικά μία σαφώς απολιθωμένη συνταγματική πρόβλεψη, θα πρέπει μάλλον να μας απασχολεί και να συζητάμε αυτό με το οποίο θα την αντικαταστήσουμε.

Επί του προκειμένου, λοιπόν, η θέση μου είναι ότι πρέπει να τροποποιηθεί το άρθρο 16 για δύο βασικά λόγους: * Ο πρώτος είναι ότι θα εξορθολογισθεί μία κατάσταση η οποία είναι πέραν κάθε λογικής.

* Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με ζητήματα αρχής: την ελευθερία και την ισότητα των πολιτών.

Αναλυτικά, τα δύο υπέρ της αλλαγής επιχειρήματά μου είναι:

Α.

1.Σήμερα ένας απόφοιτος, π.χ. του Deree, ο οποίος έχει διδακτορικό από το Ηarvard ή από την Οξφόρδη, για το ελληνικό κράτος είναι απλώς απόφοιτος λυκείου και αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει με τα σημερινά δεδομένα διότι, ακόμη κι αν μετά την απόκτηση του διδακτορικού πάρει πτυχίο από ελληνικό πανεπιστήμιο, το διδακτορικό του δεν θα αναγνωρίζεται διότι θα έχει αποκτηθεί πριν από τη λήψη του αναγνωρισμένου πτυχίου. Ένας πολίτης με αυτά τα προσόντα μπορεί να δουλέψει στον ακαδημαϊκό χώρο σε οποιοδήποτε κράτος του κόσμου πλην της Ελλάδας.

2. Ανάλογο είναι το πρόβλημα με την αναγνώριση πτυχίων από πανεπιστήμια του εξωτερικού, κυρίως της Αγγλίας και της Γαλλίας, τα οποία χορηγούνται αφού ένα μέρος των σπουδών έχει γίνει επί ελληνικού εδάφους. Εδώ το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει μεν, εν γένει, τα πτυχία των πανεπιστημίων αυτών αλλά, χωρίς να έχει ιδία γνώση των σπουδών που γίνονται επί ελληνικού εδάφους- αφού από εκπαιδευτικής απόψεως τα αγνοεί-, παραβλέπει την κρίση των μητροπολιτικών πανεπιστημίων και αρνείται να αναγνωρίσει αυτά που εκπονούνται εν μέρει στην Ελλάδα. Δηλαδή, χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά για τα πτυχία των εν λόγω ιδρυμάτων. Απόφοιτοι αυτών των προγραμμάτων έχουν στη συνέχεια τα ίδια προβλήματα που περιέγραψα προηγουμένως στην παράγραφο 1. Μάλιστα μπορεί να σκεφτεί κανείς ακόμη πιο παράλογη εξέλιξη. Μπορεί πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Γαλλίας να ανοίξουν παραρτήματα (ανάλογα με αυτά που έχουν στην Ελλάδα) στη Βουλγαρία, την Αλβανία κ.λπ. Μπορεί τότε Έλληνες μαθητές να κάνουν τις σπουδές τους εκεί και το πτυχίο τους να αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος εν αντιθέσει προς τα πτυχία που θα δίνονται έπειτα από σπουδές επί ελληνικού εδάφους! Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Ανεξάρτητα από το αν θα μας υποχρεώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή τα ευρωπαϊκά δικαστήρια, πρέπει να κάνουμε τις απαραίτητες αλλαγές.

3. Η μη αναγνώριση των πτυχίων που προέκυψαν από προγράμματα όπως τα παραπάνω σημαίνει ότι οι κάτοχοί τους δεν μπορούν να εγγραφούν σε ελληνικές επιστημονικές και επαγγελματικές εταιρείες οι οποίες αντιστοιχούν στα πτυχία τους, οπότε δεν μπορούν να ασκούν το επάγγελμα ούτε να απολαμβάνουν των προνομίων που αυτές οι εταιρείες εξασφαλίζουν.

Β.Το ελληνικό κράτος έχει ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία απορροφούν μεγάλο μέρος των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά όχι όλους. Όσοι δεν εισαχθούν στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια και θέλουν να συνεχίσουν στην ανώτατη εκπαίδευση γίνονται αυτομάτως για το ελληνικό κράτος παρίες. Εντελώς μόνοι καταφεύγουν σε υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης του εξωτερικού, συχνά υπό συνθήκες χειρότερες από αυτές των οικονομικών μεταναστών. Εάν μείνουν στην Ελλάδα και ακολουθήσουν κάποια από τις διαδρομές που αναφέραμε, θα βρίσκονται διαρκώς εκτός των τειχών. Οι σπουδές τους αφήνονται στο έλεος αγνώστων εκπαιδευτικά μηχανισμών, και αν καταφέρουν να αποκτήσουν ένα πτυχίο, πάλι ο δημόσιος τομέας γι΄ αυτούς θα είναι ερμητικά και οριστικά κλειστός. Αλλά όχι μόνο ο δημόσιος. Αν δεν μπορούν ποτέ να αποκτήσουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος δεν μπορούν καν να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα σε θέσεις που αντιστοιχούν στα προσόντα τους. Με το που αποτυγχάνουν, νέα παιδιά, στις άθλιες εξετάσεις των εισαγωγικών, μπαίνουν στη σκιά που τους ακολουθεί διά βίου. Σαν να τα καταπίνει μια μαύρη τρύπα από την οποία δεν ενδιαφέρεται να τους βγάλει κανείς. (Αν επιτύχουν, θα επιτύχουν κόντρα στο κράτος και στους δικούς του θεσμούς.) Οι συμμαθητές τους στο σχολείο και στα φροντιστήρια οι οποίοι μπήκαν στο Πανεπιστήμιο δεν θέλουν καν να ξέρουν ότι υπάρχουν, δεν θέλουν να τους βρουν μπροστά τους, ούτε στην εκπαίδευση ούτε μετά στην αγορά εργασίας. Και οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, επίσης εγκατεστημένοι στα δημόσια πανεπιστήμια, απολαμβάνοντας τα αποκλειστικά προνόμιά του, κι αυτοί δεν θέλουν να εμφανιστεί οποιουδήποτε τύπου ανταγωνισμός.

Θα μπορούσε το πρόβλημα να λυθεί αν το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο απορροφούσε όλους τους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που θέλουν να συνεχίσουν; Θα μπορούσε. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει η πολιτεία να κάνει τις αντίστοιχες επενδύσεις. Μπορεί να τις κάνει; Τις αντέχει; Ας πούμε ότι τις αντέχει. Ας πούμε ότι ιεραρχεί την ανώτατη εκπαίδευση πάνω από πολλούς άλλους τομείς. Γιατί και πάλι θα πρέπει να απαγορεύεται η παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης από μη κρατικούς φορείς; Το κράτος μπορεί να θεσπίσει κριτήρια για το τι το ίδιο θεωρεί αξιόπιστο, αλλά δεν θα πρέπει να απαγορεύει εξ υπαρχής την ελευθερία της επιλογής ούτε να απαγορεύει σε οιονδήποτε έχει τα προσόντα να ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις.

Η Βάσω Κιντή είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.