ΜΕΣΑ στο 2006 αποσαφηνίστηκε τουλάχιστον ένα πράγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ότι έχει τη βούληση να καθορίσει τα σύνορά της και να μην τα αφήσει να διαμορφωθούν συμπτωματικά και τυχαία από μεμονωμένες και σπασμωδικές αποφάσεις. Σημαντικό ρόλο σ΄ αυτό έπαιξε η λεγόμενη «ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας», που στην πραγματικότητα είναι η πορεία προς τη διαμόρφωση σχέσεων ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία. Τα σύνορα λοιπόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν φτάνουν ώς τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν και το Αζερμπαϊτζάν.

Επειδή έγινε πια σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι ευρωπαϊκή χώρα- ούτε γεωγραφικά, ούτε πολιτιστικά, ούτε πολιτικά.

Το αξιοσημείωτο σε αυτή την εξέλιξη είναι ότι δεν τη διαμόρφωσαν από κοινού οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ελίτ της Ευρώπης και της Τουρκίας, αλλά οι λαοί της Ευρώπης και της Τουρκίας. Οι ελίτ ήρθαν φέτος να αποδεχθούν και να επικυρώσουν αυτή την εξέλιξη, που περιλαμβάνεται στη μικρή φράση που είπε η Άνγκελα Μέρκελ στον Τόνι Μπλερ: Είναι καιρός να μιλήσουμε για την ειδική σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν το είχε και δεν το έχει η Τουρκία, και ο τουρκικός λαός με το εθνικό και το ισλαμικό ένστικτο δεν θέλει να το αποκτήσει. Όχι περισσότερο από όσο θέλουν να το αποκτήσουν οι μουσουλμάνοι του Μαγκρέμπ: οι Αλγερινοί, οι Μαροκινοί, οι Τυνήσιοι, οι Λίβυοι, κ.λπ.

Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλει να είναι ένα χριστιανικό κλαμπ (αν και δεν βρίσκω τίποτε κακό στο να είναι ένα χριστιανικό κλαμπ, παρ΄ όλο που είμαι άθεος, αν αυτό σημαίνει ότι θα είναι ένα ανεκτικό στις άλλες θρησκείες και πεποιθήσεις κλαμπ) μπορεί να αρχίσει να συζητά σοβαρά την είσοδο της Βοσνίας και της Αλβανίας και των άλλων χωρών των Δυτικών Βαλκανίων: Σερβίας, Κροατίας, Μαυροβουνίου, ΠΓΔΜ.

Επιτέλους, μπορούν να γίνουν ρεαλιστές ακόμη και οι πολιτικοί.