Η ψώρα είναι μια έντονα κνησμώδης, μεταδοτική δερματοπάθεια. Προκαλείται από

ένα παράσιτο που λέγεται άκαρι «ανθρώπινος σαρκοκόπτης». Μεταδίδεται από

παρατεταμένη φυσική επαφή (π.χ. σεξουαλική), ενώ δεν μεταδίδεται με κοινωνικές

εκδηλώσεις (λ.χ. χειραψία). Τα παιδιά είναι περισσότερο ευπαθή και

προσβάλλονται συνήθως από την αγκαλιά του πάσχοντος ή από άλλα παιδιά στη

διάρκεια του παιχνιδιού. Λίγες εβδομάδες μετά την προσβολή εμφανίζεται

χαρακτηριστικό εξάνθημα κυρίως στον κορμό, τους γλουτούς, τα δάχτυλα, τις

θηλές και τη γεννητική περιοχή. Ο κνησμός είναι έντονος σε όλο το σώμα – εκτός

από το πρόσωπο – και επιδεινώνεται τις νυχτερινές ώρες στο κρεβάτι ή έπειτα

από ζεστό μπάνιο. Τα συμπτώματα στα νεογνά παίρνουν πιο γενικευμένο χαρακτήρα,

μπορεί όμως να λείπει ο κνησμός. Πρέπει να αναφέρουμε ότι η ψώρα μπορεί να

προσβάλει άτομα ανεξάρτητα από κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ηλικία ή φύλο.

Για την αντιμετώπισή της, ο γιατρός χορηγεί στον ασθενή θεραπευτική λοσιόν,

εξηγώντας του με σαφήνεια και αναλυτικά πώς και πότε πρέπει να την εφαρμόζει.

Τη θεραπεία πρέπει να κάνουν και όλοι όσοι ήρθαν σε επαφή με τον ασθενή τον

τελευταίο μήνα, ανεξάρτητα από το αν έχουν συμπτώματα ή όχι. Απαραίτητο είναι

ακόμα να πλυθούν καλά ή να ψεκαστούν με ειδικά απολυμαντικά ο προσωπικός

ρουχισμός και τα κλινοσκεπάσματα του πάσχοντος. Εάν είναι εφικτό, καλή λύση θα

ήταν να αλλάξει ο πάσχων και οι οικείοι του περιβάλλον για λίγες μέρες, καθώς

το παράσιτο δεν επιβιώνει μακριά από το ανθρώπινο σώμα πάνω από δύο

εικοσιτετράωρα. Σημειώνεται ότι η θεραπεία μπορεί να χορηγηθεί – με τις

απαιτούμενες προσαρμογές – σε παιδιά, εγκύους και ασθενείς με εξασθενημένο

ανοσοποιητικό σύστημα.

Ο Συμεών Α. Κεδίκογλου είναι δερματολόγος, επιμελητής στην

Πανεπιστημιακή Κλινική του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός».