Σε μια περίοδο όπου η ΔΕΗ βρίσκεται «με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο», με

τις διοικητικές αρρυθμίες που άρχισαν από την εποχή Παλαιοκρασσά να μη

σταματούν αλλά και την κερδοφορία της να βαίνει συνεχώς μειούμενη (μειώθηκε

κατά 34,7% στο πρώτο εξάμηνο του 2006), έρχεται η κυβέρνηση μέσω της

Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας να οξύνει ακόμη περισσότερο τα αδιέξοδα

(οικονομικά και επιχειρηματικά) της επιχείρησης. Η κυβέρνηση αύξησε τη

χονδρική τιμή (οριακή τιμή ρεύματος) με την οποία ο ΔΕΣΜΗΕ (Διαχειριστής

Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) αγοράζει το ρεύμα από τους ιδιώτες

παραγωγούς και προμηθευτές από 34 ευρώ ανά μεγαβατώρα σε 62 ευρώ. Πρόκειται

για αύξηση κατά 76% (!), που αποφασίστηκε μέσω της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας

(ΡΑΕ) υπό στις ασφυκτικές και πολύμηνες πιέσεις που ασκούσαν οι ιδιώτες

επιχειρηματίες που έχουν στα χέρια τους άδειες για τη δημιουργία μονάδων

παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο νέο απελευθερωμένο καθεστώς.

62 ευρώ η μεγαβατώρα

Η απόφαση αυτή «άνοιξε με την όρεξη» όχι μόνο στους ιδιώτες παραγωγούς αλλά

και στους εμπόρους-εισαγωγείς ηλεκτρικού ρεύματος. Οι τελευταίοι, αντί να

συνεχίσουν να πωλούν το ρεύμα που εισάγουν στους μεγάλους πελάτες τους

(μεγάλες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις) έναντι 45 ευρώ τη

μεγαβατώρα, προτιμούν τώρα να το πωλούν στη ΔΕΗ έναντι 62 ευρώ. Το δώρο αυτό

προς τους ιδιώτες εμπόρους ηλεκτρικής ενέργειας ισοδυναμεί με ετήσια ζημία για

τη ΔΕΗ 32 εκατ. ευρώ. Η ΔΕΗ υποχρεώνεται πλέον να αγοράζει το ρεύμα που

εισάγουν οι ιδιώτες στην τιμή των 62 ευρώ τη μεγαβατώρα. Παράλληλα όμως οι

μέχρι πρότινος πελάτες των ιδιωτών εισαγωγέων απευθύνονται σ’ αυτήν για να

ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε ηλεκτρικό ρεύμα. Έτσι η ΔΕΗ πωλεί σ’ αυτούς

το ρεύμα στην τιμή των 45 ευρώ τη μεγαβατώρα, πολύ χαμηλότερα από όσο την

αγοράζει από τους ιδιώτες προμηθευτές και παραγωγούς.

Επισημάνσεις συνδικαλιστών

Όπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» του Σαββατοκύριακου ο κ. Γιώργος Σαμαράς, μέλος του

Δ.Σ. της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, η κυβέρνηση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τη ΔΕΗ στην

απαξίωση, υποκύπτοντας έτσι στις αξιώσεις των ιδιωτών μνηστήρων της ελληνικής

αγοράς ενέργειας. Οι τελευταίοι – παραγωγοί και προμηθευτές – είχαν διαμηνύσει

στην κυβέρνηση ότι δεν θα επενδύσουν «ούτε δεκάρα τσακιστή» στην περίπτωση που

δεν υπάρξουν γενναίες αυξήσεις στις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος.

Το φέσι στη ΔΕΗ επισημαίνει με δηλώσεις του και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ και μέλος

του Δ.Σ. της ΔΕΗ κ. Γιάννης Παναγόπουλος, ο οποίος κατηγορεί την κυβέρνηση για

το ότι όλοι οι «επιλέγοντες πελάτες» (μεγάλες εμπορικές και βιομηχανικές

επιχειρήσεις) έχουν επιστρέψει στη ΔΕΗ. Και αυτό γιατί οι ιδιώτες εισαγωγείς

ρεύματος έχουν σπάσει τα συμβόλαια μαζί τους και προτιμούν να πωλούν το ρεύμα

τους στη ΔΕΗ στην ακριβότερη τιμή των 62 ευρώ.

Οι ωφελημένοι προμηθευτές

Από τους πρώτους που ωφελήθηκαν από το νέο μοντέλο υπολογισμού της οριακής

τιμής ρεύματος που «ανακάλυψε» η ΡΑΕ ήταν τα Ελληνικά Πετρέλαια, τα οποία

πωλούν πλέον απρόσκοπτα στο σύστημα το ρεύμα που παράγει η ηλεκτροπαραγωγική

τους μονάδα στη Θεσσαλονίκη. Ικανοποιημένοι από τη ρύθμιση αυτή είναι βεβαίως

και οι πάνω από 15 ιδιώτες έμποροι-εισαγωγείς ηλεκτρικού ρεύματος οι οποίοι

έχουν το δικαίωμα να εισάγουν συνολικά 2.343 MW αλλά προς το παρόν οι

διασυνδέσεις της χώρας με τα Βαλκάνια και την Ιταλία έχουν τη δυνατότητα να

φέρνουν στην Ελλάδα όχι περισσότερα από 1.000 MW. Η δυναμικότητα των

διασυνδέσεων της χώρας με το εξωτερικό προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά όταν

το σύστημα ηλεκτροδότησης της Ελλάδας συνδεθεί και με την Τουρκία.

Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο

Ο πρώην πρόεδρος της ΔΕΗ Γιάννης Παλαιοκρασσάς συνέδεε την απελευθέρωση της

αγοράς με τη σύγκλιση των τιμών ρεύματος με τις ακριβότερες χωρών της

Ευρωζώνης

Πέρα όμως ατη ΔΕΗ, που ήδη πληρώνει ακριβά το τίμημα της απελευθέρωσης της

αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα ανοίγματα της κυβέρνησης προς τους ιδιώτες

παραγωγούς και εμπόρους θα τα πληρώσουν αργά ή γρήγορα και τα ελληνικά

νοικοκυριά με υψηλότερα τιμολόγια ρεύματος Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός

ότι φέτος για πρώτη φορά οι αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ ξεπερνούν ήδη τον

πληθωρισμό και φθάνουν κλιμακούμενα μέχρι και 6,73%. Υπενθυμίζεται ότι ο πρώην

πρόεδρος της ΔΕΗ Γιάννης Παλαιοκρασσάς στις τοποθετήσεις του συνέδεε την

απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με τη σύγκλιση των τιμών της ΔΕΗ με

τις αντίστοιχες κατά πολύ ακριβότερες των περισσότερων χωρών-μελών της

Ευρωζώνης.

Στη δίνη του κυκλώνα

Δεν είναι μόνο η τεράστια πίτα των επενδύσεων και των προμηθειών της ΔΕΗ που

τη φέρνει σχεδόν σε μόνιμη βάση στη δίνη του κυκλώνα αλληλοσυγκρουόμενων

επιχειρηματικών συμφερόντων, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό.

Είναι και οι επιλογές της διοίκησης της επιχείρησης όπως η αμφισβητούμενη από

πολλές πλευρές «κουμπαριά» με την αμερικανική επενδυτική εταιρεία Contour

Global για επενδύσεις στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα.

Η Contour γνώριζε…

Μπορεί αυτή τη στιγμή να επικρατεί σκοτάδι σε ό,τι αφορά την επιλογή της

συγκεκριμένης εταιρείας από τη διοίκηση της ΔΕΗ αλλά σε ό,τι αφορά την Contour

φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά τι έχει να κερδίσει από την κουμπαριά με τη

ΔΕΗ.

Για την αμερικανική εταιρεία η σημαντική προίκα που διαθέτει η ΔΕΗ είναι η

τεράστια τεχνογνωσία της στην εκμετάλλευση λιγνιτωρυχείων τα οποία και

αποτελούν το βασικό καύσιμο για το μεγαλύτερο μέρος των μονάδων

ηλεκτροπαραγωγής που υπάρχουν στα Βαλκάνια αλλά και αυτών που προβλέπεται να

δημιουργηθούν στην ίδια περιοχή. Με λίγα λόγια η ΔΕΗ είναι για την Contour ο

κατάλληλο όχημα προκειμένου να διεισδύσει στην πολλά υποσχόμενη ενεργειακή

αγορά των Βαλκανίων, να αποκομίσει τα κέρδη που επιθυμεί και μετα να φύγει

αναζητώντας άλλες επενδυτικές ευκαιρίες. Η αμερικανική εταιρεία είναι ένα

επενδυτικό fund που όπως όλα τα άλλα της κατηγορίας της δεν μένει πολύν καιρό

εκεί όπου επενδύει. Με τα δεδομένα αυτά η επιλογή της ΔΕΗ να συμμαχήσει με τη

συγκεκριμένη εταιρεία ήταν τουλάχιστον μια ατυχής επιλογή, ενώ μπορεί να την

οδηγήσει και σε περιπέτειες, όπως επισημαίνουν στελέχη της αντιπολίτευσης αλλά

και της χρηματιστηριακής αγοράς.

Η μάχη του λιγνίτη: Ποιοί όμιλοι – εκτός ΔΕΗ – διεκδικούν την Βεύη

Ακόμη ένα αγκάθι για τη ΔΕΗ που έρχεται να προστεθεί είναι το πολύ πιθανό

ενδεχόμενο να χάσει το μονοπώλιο που είχε μέχρι σήμερα στην εκμετάλλευση των

λιγνιτικών αποθεμάτων της χώρας τα οποία της εξασφαλίζουν το φθηνότερο καύσιμο

για τη λειτουργία της πλειονότητας των μονάδων της. Σήμερα, οι 8 λιγνιτικοί

σταθμοί της ΔΕΗ αποτελούν το 43% της εγκατεστημένης ισχύος της και παράγουν

περίπου το 60,4% της καθαρής ηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ, γεγονός που δίνει

τη δυνατότητα στην επιχείρηση να διατηρεί σε χαμηλά επίπεδα το κόστος. Η

κυβέρνηση προκειμένου να δελεάσει τους ιδιώτες για να μπουν στην αγορά

ηλεκτρικής ενέργειας αποφάσισε να ανοίξει το παιχνίδι και στον τομέα του

λιγνίτη, αρχής γενομένης με το λιγνιτωρυχείο της Βεύης στη Φλώρινα.

Απόθέματα 90 εκάτ. τόνων

Το συγκεκριμένο λιγνιτωρυχείο με αποθέματα λιγνίτη περίπου 90 εκατ. τόνων

διεκδικούν από χθες εκτός από τη ΔΕΗ και άλλοι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι.

Πρόκειται για τον όμιλο Μυτιληναίου, ο οποίος παίρνει μέρος στον σχετικό

διαγωνισμό που άρχισε χθες με την κατάθεση δεσμευτικών προσφορών, από κοινού

με τον όμιλο της Ελληνικής Τεχνοδομικής, για τον όμιλο Κοπελούζου αλλά και την

ίδια τη ΔΕΗ που αρχικά ήθελε να κατέβει στον διαγωνισμό από κοινού με τον

συνεταίρο της, την Contour Global. Τελικά, μετά τις τελευταίες εξελίξεις και

την απόρριψη της σχετικής πρότασης Μανιατάκη από το Δ.Σ. της επιχείρησης, η

ΔΕΗ κατεβαίνει μόνη της. Στην περίπτωση που το λιγνιτωρυχείο δεν περάσει στην

ΔΕΗ αλλά σε έναν από τους άλλους δύο μνηστήρες, τότε όχι μόνο θα κλείσει ένας

κύκλος αποκλειστικής εκμετάλλευσης των λιγνιτικών κοιτασμάτων από τη ΔΕΗ, αλλά

θα δώσει τη δυνατότητα στον νικητή του διαγωνισμού να παράγει ρεύμα με το

φθηνότερο καύσιμο της αγοράς.

Επαρκούν για 45 χρόνια

Όμως η μάχη των λιγνιτωρυχείων θα έχει και συνέχεια καθώς η κυβέρνηση

σχεδιάζει να προχωρήσει σε διαγωνισμό για την εκμετάλλευση ενός ακόμη

ορυχείου, αυτού της Ελασσόνας, με διαθέσιμα κοιτάσματα 190 εκατ. τόνους. Ο

λιγνίτης βρίσκεται σε αφθονία στο υπέδαφος της Ελλάδας. Η χώρα μας κατέχει τη

δεύτερη θέση σε παραγωγή λιγνίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την έκτη θέση

παγκοσμίως. Με βάση τα συνολικά αποθέματα και τον προγραμματιζόμενο ρυθμό

κατανάλωσης στο μέλλον, υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα οι υπάρχουσες ποσότητες

λιγνίτη επαρκούν για τα επόμενα 45 χρόνια. Μέχρι σήμερα έχουν εξορυχθεί

συνολικά 1,3 δισ. τόνοι λιγνίτη ενώ τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα ανέρχονται σε

περίπου 3,1 δισ. τόνους. Το 2005 εξορύχθηκαν συνολικά 67,3 εκατ. τόνοι.