Είχε καιρό, είναι αλήθεια, να απασχολήσει τη «σοβαρή» επικαιρότητά μας το

οικείο σε όλους εμάς τους Έλληνες θέμα: οι κουμπαριές. Προσωπικά απεχθάνομαι

τον θεσμό των κουμπάρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και προϋποθέτει: γάμους και

συζύγους, βαφτίσια και σόγια – κανονικά και εξ αγχιστείας. Ωστόσο, η θέση αυτή

είναι αυστηρά προσωπική και δεν με εμποδίζει να έχω μάθει πλέον, παρά πολύ

καλά, πως στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως κυβέρνησης και εποχής, αποτελεί μείζον

πρόβλημα το να μη διαθέτεις έστω και έναν… επιδέξιο κουμπάρο, μπαμπά,

μπάρμπα, ξάδελφο, γαμπρό, κουνιάδο ή μπατζανάκη. Για να παραφράσουμε τον Όσκαρ

Γουάιλντ, το να μην είναι όλοι οι συγγενείς σου με κάποιον τρόπο

«διαπλεκόμενοι» ή ισχυροί, μπορεί να θεωρηθεί ατυχία, αλλά το να μην είναι

κανείς τους, είναι σαφώς… απροσεξία!

Η υπόθεση αυτή υποκρύπτει την πολύ λεπτή, αλλά υπαρκτή διαφορά ανάμεσα στις εξ

αίματος συγγένειες και εκείνες που δημιουργούνται στο πλαίσιο των κοινωνικών

σχέσεων – όπως ο γάμος. Το να είναι κανείς «γόνος», είναι μέρος των

αναπόφευκτων ανισοτήτων της ζωής, όπως το να γεννηθεί κανείς όμορφος ή ψηλός –

έχει de facto περισσότερες ευκαιρίες να πάει μπροστά στη ζωή του απ’ αυτόν που

δεν είναι. Γι’ αυτό κι εγώ, παθιασμένη «πιστή» των αρχών του Διαφωτισμού,

υπήρξα πάντα θετικά προδιατεθειμένη προς τους «αυτοδημιούργητους» και έτοιμη

να εντοπίσω την ανικανότητα ή διαφθορά στους «γόνους». Έτσι, όταν έβλεπα γύρω

μου σύννεφο να δίνουν και να παίρνουν οι «βαρύτιμες» κουμπαριές, το

δικαιολογούσα μέσα μου, σκεπτόμενη πως είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι μη

γόνοι επιχειρούν να επιπλεύσουν σε έναν κόσμο κατάφωρα άδικο. Μέχρι που,

μερικά χρόνια αργότερα, ξαφνικά συνειδητοποίησα πως οι «κουμπάροι» είχαν γίνει

κραταιοί «μπαμπάδες», οι γόνοι είχαν παντρευτεί τις συννυφάδες των πρώην

λαϊκών «μπατζανάκηδων» και τόσο οι ιδεολογίες όσο και οι λίβελλοι κατά της

διαφθοράς είχαν μετατραπεί σε δυναστείες – νέες και παλιές. Και όλες μαζί, σε

μία δική τους, μεγάλη οικογένεια. Την Οικογένεια.