Κατάθλιψη, η διαταραχή της διάθεσης με την κυρίαρχη αίσθηση ανεπάρκειας,

ανικανότητας και απαισιοδοξίας, μειωμένης ενέργειας, ενοχών, αδυναμίας να

αισθανθείς ευχαρίστηση και τη θλίψη να σε κυκλώνει από παντού. Στις μέρες μας

καλπάζει. Όλα δείχνουν πως το «κακό» του 20ού αιώνα ήλθε για να μείνει.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα επόμενα είκοσι χρόνια η

κατάθλιψη θα καταλάβει τη δεύτερη θέση ανάμεσα στις δέκα κύριες νόσους με τη

μεγαλύτερη επιβάρυνση στη δημόσια υγεία.

Υπολογίζεται ότι από κατάθλιψη πάσχει το 6%-7% του γενικού πληθυσμού, ενώ πολύ

μεγαλύτερο, αγγίζει τo 20%, είναι το ποσοστό εκείνων που θα παρουσιάσουν

κάποιο καταθλιπτικό επεισόδιο στη διάρκεια της ζωής τους.

«Ίσως αυτό και μόνον αυτό να γυρεύουμε στη ζωή μας, τη

μεγαλύτερη δυνατή λύπη για να γίνουμε, πριν πεθάνουμε,

εμείς οι ίδιοι».

Celine, «Ταξίδι στα βάθη της νύχτας»

«Το εξαίσιο γεννιέται μέσα στη μελαγχολία», μας λένε από τα βάθη των καιρών

φιλόσοφοι και ποιητές. Η ρομαντικοποίηση όμως εσκεμμένα αγνοεί το κόστος της

οδύνης που βιώνει το ίδιο το παραδομένο στην κατάθλιψη άτομο. Αγνοεί αυτόν τον

ιδιότυπο «θάνατο εν ζωή» της κατάθλιψης.

Από πού έρχεται αυτός ο Μαύρος Ήλιος; Από ποιον ακατανόητο γαλαξία οι αόρατες

και βαριές ακτίνες του με καρφώνουν στο έδαφος, στο κρεβάτι, στην αλαλία, στην

παραίτηση; Διερωτάται η Τζούλια Κρίστεβα στο ομώνυμο έργο της.

Η απάντηση δύσκολη. Και οι ερμηνευτικές δυνατότητες του επιστημονικού περί

ψυχής λόγου δοκιμάζονται και πάλι σκληρά.

Υπάρχουν τα ορατά εκλυτικά αίτια. Τραυματικά γεγονότα, ένας αποχωρισμός, ο

θάνατος του αγαπημένου, μια αρρώστια, ένα ατύχημα, μια οικονομική καταστροφή.

Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για αντιδραστική κατάθλιψη. Ο κατάλογος των

δυστυχιών που απειλούν με συντριβή κάθε μέρα το άτομο δεν έχει τέλος.

Εντούτοις, η δύναμη των γεγονότων που προκαλούν την κατάθλιψη είναι συχνά

δυσανάλογη σε σχέση με τη συμφορά που κατακλύζει τον ψυχισμό.

Υπάρχουν όμως και τα άλλα, τα αόρατα διά γυμνού οφθαλμού και γι’ αυτό πιο

ύπουλα και υποχθόνια αίτια. Τίποτα δεν φαίνεται να την αιτιολογεί, κι όμως η

κατάθλιψη δίνει το σπαραχτικό παρόν της. Απέναντι στην ενδογενή, όπως την

ονομάζουν κατάθλιψη, ακόμα πιο ανήμπορο νιώθει το άτομο, καθώς ο αόρατος

εχθρός είναι πάντα και πιο επικίνδυνος.

Η κατάθλιψη μοιάζει να προτιμά τις γυναίκες, αφού τα κρούσματα στον γυναικείο

πληθυσμό είναι διπλάσια από εκείνα του ανδρικού. Μία στις τέσσερις γυναίκες

πάσχει από κατάθλιψη. Η βιομηχανία των ψυχοφαρμάκων με κεντρική καταναλώτρια

τη γυναίκα είναι μια από τις πιο ανθούσες βιομηχανίες.

«Με ποιο τρόπο πιάνεται μια γυναίκα;» ρωτά ο υποπρόξενος.

Ο διευθυντής γελάει.

……..

«Θα την έπιανα από τη θλίψη», λέγει ο υποπρόξενος, «αν μου ήταν επιτρεπτό να

το κάνω».

(Μ. Duras, «Ο υποπρόξενος»)

Γιατί οι γυναίκες; Μήπως γιατί η γυναίκα από τη φύση της αρέσκεται στον πόνο

και αντλεί μυστικές ηδονές από την οδύνη; Η υπόθεση του γυναικείου μαζοχισμού

είναι μια απλουστευτική, αφελής ερμηνεία. Πολύ περισσότερο όμως από τον άνδρα,

η γυναίκα μοιάζει να μην αντέχει την απώλεια του ερωτικού αντικειμένου.

Απιστία, εγκατάλειψη, διαζύγιο. Οι αποχωρισμοί βιώνονται σαν ανελέητες μορφές

αυτοεπίθεσης. Κατακερματίζουν και απειλούν να αδειάσουν ολόκληρη την ψυχική

της ζωή, σάμπως ο άλλος να ήταν η ψυχή της. Η απώλεια «έξω» βιώνεται σαν

ένα κενό «μέσα».

«Εγώ φταίω», «δεν αξίζω», «δεν είμαι ικανή να αγαπηθώ». Μαθημένες,

επίκτητες, συμπεριφορές, φυλετικά προσδιορισμένες παροτρύνουν τη γυναίκα να

ενδοβάλλει την επιθετικότητα. «Να τα βάζω με τον εαυτό μου και όχι με τον

άλλον», μοιάζει να είναι μια άρρητη, αρμόζουσα με το φύλο της, επιταγή με την

οποία γαλουχήθηκε, ένας μαθημένος τρόπος διαχείρισης των προβλημάτων της που

ενδέχεται να την καθιστούν πιο επιρρεπή στην κατάθλιψη.

Στις ομάδες υψηλού κινδύνου βρίσκονται οι γυναίκες δίχως δουλειά ή με κατώτερη

των προσδοκιών τους εργασία, με μεγάλα παιδιά που έχουν φύγει από το σπίτι και

με κακές ή ανύπαρκτες διαπροσωπικές σχέσεις.

Φτώχεια, ανεργία, περιθωριοποίηση, το σκοτεινό κομμάτι

του παγκοσμιοποιημένου τοπίου ευθύνεται για τις μαύρες τρύπες στην

ψυχική μας υγεία.

Ο Φρόυντ σ’ ένα από τα πιο σημαντικά του κείμενα, στο «Πένθος και μελαγχολία»,

εμφανίζει τον καταθλιπτικό σαν το άτομο που δεν αντέχει την απώλεια. Η απώλεια

των πρωτογενών αντικειμένων, οι αρχαϊκές μας προσκολλήσεις και εξαρτήσεις

έχουν καταλυτικό ρόλο στην ψυχολογία, όμως υπάρχει γύρω μας μια σφύζουσα

πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μας παροτρύνει να αναρωτηθούμε κατά

πόσο συντρέχουν σήμερα, στον απομαγικοποιημένο κόσμο, οι

συνθήκες για την ανάπτυξη μιας κουλτούρα της απώλειας.

Η απώλεια του νοήματος, που μέρα με τη μέρα αυξάνει, καθιστά

τον κίνδυνο της κατάθλιψης παράπλευρη απώλεια σε έναν πόλεμο που δεν μοιάζει

να έχει τέλος.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.