ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ και επιβεβλημένη ήταν η απόφαση του υπουργείου Παιδείας να

απαγορεύσει τις εξομολογήσεις μαθητών στον χώρο των σχολείων. Για πολλούς

λόγους.

ΠΡΩΤΟΝ, γιατί μια τέτοια ομαδική διαδικασία εμπεριέχει, ηθελημένα ή

όχι, στοιχεία ηθικού καταναγκασμού καθώς είναι δύσκολο για μαθητές, ιδίως των

μικρότερων τάξεων, να αρνηθούν να συμμετάσχουν. Για τον λόγο αυτό άλλωστε

είχαν υπάρξει διαμαρτυρίες γονιών στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος τους είχε

δικαιώσει.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, γιατί αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων και των καθηγητών –

οι οποίοι επίσης έχουν στείλει διαμαρτυρίες στον Συνήγορο του Πολίτη – καθώς

βλέπουν να μετατρέπεται ο χώρος εργασίας τους σε εξομολογητήριο και χώρο

άσκησης θρησκευτικών μυστηρίων χωρίς τη δική τους συναίνεση.

ΤΡΙΤΟΝ, γιατί το σημερινό σχολείο είναι και οφείλει να είναι χώρος

μάθησης και μετάδοσης γνώσεων, όχι κατηχητικό. Τέτοιες διαδικασίες όμως

καλλιεργούν σύγχυση και παραπέμπουν σε λογικές θρησκευτικής εκπαίδευσης που

ανήκουν στο παρελθόν.

ΤΟ πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό στα σημερινά σχολεία όπου

συνυπάρχουν μαθητές πολλών διαφορετικών θρησκευμάτων. Η παρέμβαση ιερωμένων

απλώς έρχεται να υπογραμμίσει τις διαφορές και να δυσκολέψει την ενσωμάτωση

των παιδιών των μεταναστών.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ η Ιερά Σύνοδος δείχνει να μη συμμερίζεται αυτή την

επιχειρηματολογία και ζητά την άρση της απαγόρευσης. Πρόκειται για την ίδια

λογική που υπαγόρευσε τη σύγκρουση με την Πολιτεία για το ζήτημα των

ταυτοτήτων και η οποία πολεμά λυσσαλέα κάθε έννοια διαχωρισμού της Εκκλησίας

από το Κράτος.

ΜΙΑ λογική οπισθοδρομική που κάνει πριν απ’ όλα κακό στην ίδια την

Εκκλησία καθώς την αποστεώνει και τη μετατρέπει σε ημικρατική οργάνωση.

Προφανώς αγνοούν – σκοπίμως – ότι η πραγματική θρησκευτική συνείδηση και η

πίστη προϋποθέτουν την απόλυτη ελευθερία.