«Αν διατηρηθούν οι ανοδικές τάσεις στην αγορά του πετρελαίου κάποια στιγμή,

που δεν μπορεί να προσδιορισθεί εκ των προτέρων, παύουν οι γραμμικές

επιδράσεις στις οικονομίες και γίνονται εκθετικές» λέει ο ο αντιπρόεδρος της

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Λ. Παπαδήμος

H ΕΞΕΛΙΣΣΟΜΕΝΗ κρίση του Λιβάνου, το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου

στην ευρύτερη ζώνη της Μέσης Ανατολής και οι διαρκώς αυξανόμενοι γεωπολιτικοί

κίνδυνοι που ωθούν τις τιμές του πετρελαίου στα ύψη, μεταφέρουν κύματα

ανησυχίας στα κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας.

Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη παρατηρούν με

ξεχωριστή προσοχή την άνοδο των διεθνών τιμών του πετρελαίου και προσπαθούν να

εντοπίσουν το σημείο κρίσης.

Μέχρι τώρα η παγκόσμια οικονομία άντεξε την άνοδο των τιμών του πετρελαίου,

απορρόφησε χωρίς κραδασμούς διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές σε σχέση με εκείνες

που επικρατούσαν το 2000. Το πετρέλαιο από τα 20 δολάρια το βαρέλι εκτινάχθηκε

στην περιοχή των 60 – 65 δολ. το βαρέλι, χωρίς οι οικονομίες του κόσμου να

υποφέρουν. Για πολλούς μάλιστα συνέβη το παράδοξο της ταχείας ανάπτυξης. Με

ακριβό πετρέλαιο η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμούς 4-5% την

περασμένη διετία.

Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί στα «NEA» ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής

Τράπεζας κ. Λ. Παπαδήμος, η αύξηση των διεθνών τιμών τα προηγούμενα χρόνια

ήταν αποτέλεσμα της συνεχώς ενισχυόμενης ζήτησης για καύσιμα από τις μεγάλες

αναπτυσσόμενες οικονομίες του πλανήτη. Προήλθε κυρίως από την εκρηκτική

ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας, ήταν συστατικό στοιχείο της παγκόσμιας

μεγέθυνσης, συνέβαλε με άλλα λόγια στην αύξηση του πλούτου διεθνώς. Δεν ήταν

οι παράγοντες της προσφοράς που την προκάλεσαν, αλλά η δυναμική της παγκόσμιας

οικονομίας. Γι’ αυτό και απορροφήθηκε χωρίς κραδασμούς, χωρίς έκρηξη των

πληθωριστικών πιέσεων.

Στην παρούσα συγκυρία η ενίσχυση των τάσεων ανόδου των διεθνών τιμών του

πετρελαίου αποδίδεται περισσότερο σε γεωπολιτικούς παράγοντες, παρά σε

οτιδήποτε άλλο. H ταχεία άνοδος των τελευταίων ημερών, η εκτίναξη του μαύρου

χρυσού πάνω από τα 78 δολ. το βαρέλι είναι αποτέλεσμα της αστάθειας στη Μέση

Ανατολή, επηρεάζεται ευθέως από την απειλή γενίκευσης των πολεμικών

συγκρούσεων στην περιοχή.

Ουδείς αυτή τη στιγμή μπορεί να αγνοήσει σενάρια εμπλοκής στην κρίση του

Λιβάνου γειτονικών χωρών, όπως η Συρία και το Ιράν. Τυχόν επέκταση και

γενίκευση της κρίσης προφανώς θα ωθήσει την κούρσα του πετρελαίου ακόμη

υψηλότερα και θα επιβεβαιώσει εκείνους που προβλέπουν εκτίναξη του πετρελαίου

ακόμη και στα 100 δολ. το βαρέλι.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν έχει προσδιορισθεί το σημείο κρίσης ή καλύτερα

αν μπορεί κανείς να περιγράψει το όριο τιμών πέραν του οποίου δεν αντέχει η

παγκόσμια οικονομία. Είναι αυτό τα 80 δολ. το βαρέλι, τα 90 δολ. ή τα 100 δολ.

το βαρέλι;

Στο ερώτημα αυτό ο κ. Παπαδήμος σημειώνει πως «ουδείς μπορεί να προσδιορίσει

τέτοιο σημείο». Υπογραμμίζει όμως ότι «αν διατηρηθούν οι ανοδικές τάσεις στην

αγορά του πετρελαίου κάποια στιγμή, που δεν μπορεί να προσδιορισθεί εκ των

προτέρων, παύουν οι γραμμικές επιδράσεις στις οικονομίες και γίνονται

εκθετικές».

Στην περίπτωση αυτή οι πληθωριστικές πιέσεις θα ενταθούν, θα επηρεάσουν ευθέως

τα εισοδήματα και κατ’ επέκτασιν την οικονομική δραστηριότητα. Ένα ντόμινο

αρνητικών επιδράσεων θα ακολουθήσει παρασύροντας την παγκόσμια οικονομία σε

κρίση. Για την ώρα φαίνεται πως απέχουμε από το σημείο κρίσης. Όμως κανείς δεν

μπορεί να είναι βέβαιος για τη συνέχεια. Στην περιοχή δρα πλήθος ανεξέλεγκτων

παραγόντων. Μπορεί να πει κανείς ότι στη ζώνη της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν

δυνάμεις των άκρων, ηγέτες και ομάδες, που δεν διακρίνονται για την

αυτοσυγκράτησή τους.