Οι προεκλογικές προγραμματικές δηλώσεις και οι υποσχέσεις των υποψηφίων

δημοτικών αρχόντων έχουν συνήθως άμεση ή έμμεση σχέση με την αρχιτεκτονική.

Οι προτάσεις αναφέρονται σε νέες κατασκευές, κατεδαφίσεις ή αναπλάσεις κτιρίων

και δημόσιων χώρων, πάρκα, παιδότοπους, χώρους άθλησης και αναψυχής,

προμηνύοντας ένα αισιόδοξο μέλλον για τις πόλεις και τον πολιτισμό: «οι

πόλεις, έγιναν – κατά τον Αριστοτέλη – για την ευδαιμονία των

κατοίκων τους».

Οι διακηρύξεις των υποψηφίων μάς γεμίζουν ελπίδες για μια πολιτική στην οποία

οι δημόσιοι χώροι θα ενταχθούν στη μεθοδευμένη εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου

προγράμματος.

Ποιες είναι όμως οι δυνατότητες πραγματοποίησης των υποσχέσεων; Με ποιες

διαδικασίες και προτεραιότητες θα υλοποιηθεί ο σχεδιασμός και η κατασκευή των

έργων; Πώς θα αντιμετωπιστούν οι πραγματικές ανάγκες και θα εξασφαλιστεί η

ενημέρωση και η γόνιμη συνεργασία των κατοίκων; Είναι δυνατόν άραγε ο

πολιτισμός να αποτελέσει τον άξονα των έργων και των παρεμβάσεων,

παρακάμπτοντας τα ατομικά συμφέροντα κάποιων περιοίκων ή τους καθαρά

κερδοσκοπικούς στόχους ορισμένων εργοληπτών;

Στις δυσκολίες προστίθενται: οι μικροκομματικές εξυπηρετήσεις, η γνώριμη

γραφειοκρατική αντιμετώπιση των αρμοδίων υπηρεσιών ελέγχου και εφαρμογής των

έργων αλλά και η απομάκρυνση των μελετητών μετά το πέρας της μελέτης – καθώς

στα δημόσια έργα δεν προβλέπεται θεσμοθετημένη επίβλεψη από τους μελετητές

αρχιτέκτονες.

Αυτές είναι μερικές από τις αιτίες για την ολοένα αυξανόμενη απαξίωση της

αρχιτεκτονικής. Συνηθισμένο φαινόμενο πλέον η παραποίηση και η κακοποίηση της

αρχιτεκτονικής μελέτης, αλλά και η αντικατάστασή της από μια ετοιμοπαράδοτη

απλοϊκή «λύση πακέτο».

Ας φανταστούμε ότι σ’ ένα επιλεγμένο οικοδομικό τετράγωνο αλλάζουν ριζικά

στοιχεία τα οποία έχουμε πλέον συνηθίσει με όλες τις κακοτεχνίες και τη φθορά

τους: ο αστικός εξοπλισμός, τα κράσπεδα και τα δάπεδα των πεζοδρομίων, τα

οδοστρώματα, η φύτευση, οι αγωγοί των δικτύων κοινής ωφελείας και απορροής των

ομβρίων, οι παγιδευμένες λωρίδες για την κάθε άλλο παρά απρόσκοπτη διέλευση

των τυφλών, ο φωτισμός, οι κάδοι απορριμμάτων, οι χώροι στάθμευσης… Αν

λοιπόν αυτό το πείραμα ήταν εφικτό, ίσως τότε θα εκτιμούσαμε τη μεγάλη σημασία

της εφαρμογής του σ’ ολόκληρη την πόλη.

Παρεμβάσεις αυτής της κλίμακας δεν αποτελούν ίσως έργα βιτρίνας, είναι όμως

πολύ σημαντικές για την επιθυμητή συνέχεια των δημόσιων χώρων και την ένταξή

τους σ’ ένα οργανικό σύνολο στο οποίο ανήκουν πλατείες, πλατώματα, στοές,

περιοχές πρασίνου, αλλά και για να αναδειχθούν όσα καλά έργα υπάρχουν ήδη στον

αστικό ιστό και απαιτούν άμεση, συστηματική, συνεχή συντήρηση και φροντίδα.

Κάποτε σε ένα δάσος, έγραψε ο Klee, ανακάλυψα ότι δεν ήμουν εγώ που

κοίταζα τα δέντρα, ήταν τα δέντρα που με κοίταζαν.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα ομοιότυπα γλυπτά – τις αγελάδες – που

εγκαταστάθηκαν στα διάφορα σημεία της πόλης: πλατώματα, πλατείες και

πεζόδρομους.

Οι δημόσιοι χώροι απέκτησαν μάτια, κοιτούν τη θορυβώδη πόλη, μέσα από το

αμέριμνο βλέμμα των αγελάδων η μνήμη μας κινητοποιείται και ένα νοητό νήμα

ενώνει τις επιλεγμένες περιοχές έκθεσης από σημείο σε σημείο.

Στην άλλη άκρη της μνημειακότητας, τα γλυπτά αυτά δεν παραπέμπουν σε ηρωικές

πράξεις ούτε σε ιστορικά πρόσωπα με την επανάληψη και την παραλλαγή,

σηματοδοτούν και ενοποιούν τον δημόσιο χώρο.

Μας θυμίζουν, με την εφήμερη παρουσία τους, ότι υπάρχουν ακόμα περιοχές της

πόλης για ανάσα, χάζι, παιχνίδι, ανάπαυση, συναντήσεις με φίλους.

Οι αγελάδες μεταδίδουν κάτι από και την παιγνιώδη διάθεση των καλλιτεχνών που

τις φιλοτέχνησαν, το χιούμορ και το κέφι τους, τόσο απαραίτητο στη μουντή

εποχή μας.

Χρωματιστές, στολισμένες, φορτωμένες ή άνετες, μας κοιτούν με τα ήσυχα μάτια

τους και μας θυμίζουν πως υπάρχει εκεί ένας υπαίθριος χώρος, που μας κοιτάει

με τα μάτια τους, ένας χώρος που χρειάζεται φροντίδα, συνεχή καθημερινή

φροντίδα.

Ανεξάρτητα αν αλλάζουν οι δημοτικοί άρχοντες, οι δημόσιοι χώροι – καθρέφτης

του πολιτισμού μας – απαιτούν αδιάκοπη και συνεχή μέριμνα, όπως τα σπίτια

μας…