H ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ: Τιφόζι, από το tifo (υποστηρίζω) που, όπως

σημειώνει ο Μπρομπερζέ, προέρχεται από τον τύφο, μία μορφή του οποίου

εκδηλώνεται με έντονο πυρετό και νευρική διαταραχή, συμπτώματα που

παραλληλίζονται με την έντονη σωματική και συγκινησιακή εμπειρία του οπαδού…

Πώς;

Μουντιάλ: H αγωνία της Δημοκρατίας…

TA KOMMATAKIA από το Τείχος του Βερολίνου έγιναν ανάρπαστα. Οι τυχεροί που

επισκέφθηκαν τη γερμανική πρωτεύουσα μέχρι και το 1992-1993 έβρισκαν ακόμη

μικρά κομμάτια «μνήμης» έναντι 10 δολαρίων. (Πωλούνται και σήμερα στο

Βερολίνο, αλλά είναι τουλάχιστον αμφίβολη η προέλευσή τους). Το 1994 οι

Αμερικανοί μιμήθηκαν τη γερμανική επιχειρηματικότητα. Το στάδιο του Λος

Άντζελες – μετά τον τελικό του Μουντιάλ – αντιμετωπίστηκε ως μια γιγαντιαία

πίτσα. Τα κομμάτια του χλοοτάπητα πουλήθηκαν έναντι 20 δολαρίων. Όπως και με

το γήπεδο Σεν Ντενί στο Παρίσι αμέσως μετά τον τελικό του ’98. H τιμή έφθασε

τα 40 δολάρια. Ούτε οι ξενοφοβικές κορώνες του Λεπέν (εναντίον του Ζιντάν)

κατάφεραν να ρίξουν τις τιμές. Άλλωστε μπροστά στον γαλλικό θρίαμβο (Γαλλία –

Βραζιλία 3-0), ακόμη και ο Λεπέν έριξε νερό στη… χολή του.

Εκείνα τα χρόνια ένας εθνολόγος, ο Κριστιάν Μπρομπερζέ, ολοκλήρωνε ένα

περίεργο ταξίδι με τρεις κύριους σταθμούς: Μασσαλία – Νάπολι – Τεχεράνη.

Αναζητούσε τις αιτίες της παγκόσμιας αίγλης του ποδοσφαίρου. Σίγουρα είχε στο

μυαλό του την άποψη του Νόρμπρτ Ελίας ότι το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα της

Δημοκρατίας. Ίσως και να είχε καταγράψει τις αμερικανικές ενστάσεις επί του

ιδίου θέματος. Όπως αναφέρεται στον τελευταίο «Εκόνομιστ», οι ΗΠΑ δεν έχουν

καταφέρει να εξάγουν τα αγαπημένα τους αθλήματα. Και όσον αφορά το ποδόσφαιρο,

ο «Εκόνομιστ» μνημονεύει την ομιλία του Ρεπουμπλικανού Τζακ Κεμπ στο Κογκρέσο,

το 1986, στην οποία αντιπαρέθετε το «ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό» ποδόσφαιρο

απέναντι στο «δημοκρατικό» και «καπιταλιστικό» αμερικανικό. (Δεν μνημονεύθηκε

πουθενά το γεγονός ότι μέχρι το 1947 το αμερικανικό ποδόσφαιρο είχε δύο πρώτες

κατηγορίες: μία για μαύρους και μία για λευκούς).

Το υλικό που συγκέντρωσε…

…ο Μπρομπερζέ προσετέθη σε παλαιότερα άρθρα του και πρόκειται να

κυκλοφορήσει σύντομα και στα ελληνικά (Εκδόσεις Βιβλιόραμα). Πάντως στη Γαλλία

η υποδοχή δεν ήταν τόσο θερμή. Αριστεροί και «αριστεροί» επιτέθηκαν στον

εθνολόγο κατηγορώντας τον για ελλείψεις, κυρίως όσον αφορά τη διαφημιστική και

τηλεοπτική υπεραγορά γύρω από το ποδόσφαιρο. Πιθανόν διότι το συμπέρασμά του

(που είναι και τίτλος του βιβλίου) αφήνει απ’ έξω πολλές παραδοσιακές

ερμηνείες:«Ποδόσφαιρο, η πιο σοβαρή μπακατέλα του κόσμου». Ούτε όπιο των λαών

ούτε ψυχολογία της μάζας. Τίποτε απ’ όλα αυτά λέει ο Μπρομπερζέ και όλα μαζί,

και ακόμη περισσότερα…

Το 1999 περίπου 90.000.000 άνθρωποι έπαιζαν επαγγελματικά ή ημι-επαγγελματικά

ποδόσφαιρο (α, β, γ, δ κατηγορίες) σε όλον τον κόσμο. H FIFA μπορεί να

επαίρεται ότι έχει περισσότερα μέλη από τον ΟΗΕ. H τηλεθέαση ξεπέρασε το 1998

τα 35 δισ. θεατών. Αναμφίβολα το μεγάλο μυστικό τής δημοτικότητας του

ποδοσφαίρου έχει να κάνει με την απλότητά του – γράφει ο Μπρομπερζέ – σε τρία

κρίσιμα ζητήματα: Πρώτον, μπορεί να παιχτεί σχεδόν παντού. Από χωράφι μέχρι

λεωφορειόδρομο. Δεύτερον, με οποιαδήποτε ρούχα. Από τους ξυπόλητους της

φαβέλας μέχρι τους γιάπηδες του Λονδίνου με τα «Αρμάνι». Τρίτον, λόγω της

απλότητας των κανονισμών. Οι δεκαεπτά κανονισμοί παραμένουν σταθεροί από το

1886 (με ελάχιστες τροποποιήσεις το 1925 – οφσάιντ – και πρόσφατα με τις

εξόδους του τερματοφύλακα).

Εν αρχή, λοιπόν, ην η Δημοκρατία. Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν πως το

ποδόσφαιρο είναι το προϊόν τής (φιλελεύθερης) δημοκρατίας. Και την ακολουθεί

στον άλλοτε μαγικό και άλλοτε σκοτεινό δρόμο τής παγκοσμιοποίησης, όπου

δεσπόζει η αγορά με τα ισχυρά εταιρικά logo (brandname) και τις βεντέτες. Και

όπου τίποτε δεν είναι απόλυτο, όλα είναι ανοιχτά και συζητήσιμα. (Ή θα ‘πρεπε

να είναι, τουλάχιστον σύμφωνα με τις αρχές της Δημοκρατίας.)

Από τα αριστοκρατικά σχολεία…

…της Αγγλίας, το ποδόσφαιρο γρήγορα κατέκτησε την εργατική τάξη με τις

ενστάσεις της απέναντι σε κοινωνικά στάτους κβο. Ίσως επειδή εξυμνεί την αξία,

την επίδοση και κυρίως τον ανταγωνισμό μεταξύ ίσων. Μας θυμίζει – σημειώνει ο

εκ των κορυφαίων μελετητών τών σπορ Αλάν Ερενμπέργ – πως στις κοινωνίες μας ο

κύβος δεν ερρίφθη ποτέ και ότι η αξία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την

επιτυχία. «H δημοτικότητά του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να

ενσαρκώνει το ιδεώδες των δημοκρατικών, δείχνοντάς μας, με τη μεσολάβηση των

ηρώων του, ότι ο καθένας μπορεί να γίνει κάποιος. Ότι η κοινωνική θέση δεν

σφραγίζεται από την καταγωγή, αλλά κερδίζεται στη διάρκεια της ζωής (…). H

ιδέα καθεαυτή του ποδοσφαίρου μπορούσε να ριζώσει μόνο σε κοινωνίες στις

οποίες η ισότητα προβάλλει, αν όχι ως πραγματικότητα, τουλάχιστον ως ιδανικό».

Το 1994 η Βραζιλία γέμισε «Ρομαριάκια». Κάθε φαβέλα και κάθε σικ προάστιο του

Ρίο είχε σε κάθε σπίτι και από έναν Ρομάριο, προς τιμήν του ήρωα τού Μουντιάλ

με τον γνωστό έκτοτε πανηγυρισμό – μωρό. Γιατί οι περισσότερες μεγάλες

βεντέτες ξεπήδησαν από τη μιζέρια και άνοιξαν δρόμους και για τους υπόλοιπους.

Έστω κι αν στην πραγματικότητα από τους δέκα πιτσιρικάδες των διάσημων

«φυτωρίων» της Λατινικής Αμερικής (και προσφάτως και της Αφρικής) μόλις ο ένας

συνεχίζει στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Οι υπόλοιποι εννέα ξαναγυρνούν στον

παλιό, σκληρό κόσμο. Αλλά μήπως αυτό δεν συμβαίνει και στη Δημοκρατία;

Στο Μουντιάλ, στη Γερμανία…

…το στοίχημα είναι περισσότερο αυτό της παγκοσμιοποίησης.

Στα γερμανικά γήπεδα ο Μίμης Ανδρουλάκης παρατηρεί την παγίωση μιας νέας

κατάστασης: «Τη φυγή «ποδιών» αντίστοιχη με τη φυγή «εγκεφάλων». Οι 20 παίκτες

της Ακτής του Ελεφαντοστού παίζουν στην Ευρώπη. Σχεδόν όλοι οι παίκτες

γνωρίζονται μεταξύ τους, ενώ στο τέλος του Μουντιάλ η συζήτηση δεν θα είναι

για την τεχνική των παικτών, αλλά για το κασέ τους. H παγκοσμιοποιημένη αγορά

τού ποδοσφαίρου οριοθετεί τη νέα εποχή».

Ο Μίμης Ανδρουλάκης θεωρεί ότι ουσιαστικά πρόκειται για ένα στοίχημα με τον

χρόνο: «Διότι βλέπουμε ότι η δημιουργία μιας παγκοσμιοποιημένης ταυτότητας

προηγήθηκε π.χ. της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Ο Έλληνας ή ο

Ισπανός είναι μάλλον περισσότερο φιλο-βραζιλιάνοι απ’ ό,τι γενικώς

φιλο-ευρωπαίοι. Αλλά και τα ξέφρενα πανηγύρια στο Ιράν μετά τη νίκη επί των

ΗΠΑ και οι αργεντινο-βραζιλιάνικες καντρίλιες και πολλά ακόμη διατηρούν στο

παιχνίδι εθνικιστικά οφσάιντ.

Παγκοσμιοποίηση και ήπιος(;) εθνικισμός χέρι χέρι στα γερμανικά γήπεδα;

Ο Παντελής Κυπριανός (επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας) το

βλέπει πιο καθαρά:

«Μέσον τέρψης των αστών αρχικά, το ποδόσφαιρο ταυτίστηκε με τους εργάτες και

τώρα μπήκε στη ζωή όλων. Ο καθένας μπορεί να παίξει μπάλα όταν θέλει, όποτε

θέλει, όπου θέλει. Οι ποδοσφαιριστές είναι όμοιοί μας, όλοι έχουν δικαίωμα στο

όνειρο: η Ελλάδα, η Τουρκία, το Ιράν.

Πλήθος σημαίνει αγορά και στις κοινωνίες μας μπίζνες. Οι μπίζνες χρειάζονται

ινδάλματα. Ανάλογα με τα γούστα ο ποδοσφαιριστής γίνεται καλλιτέχνης, μανεκέν,

εραστής. Έτσι και η αντινομία. Ο ποδοσφαιριστής παίζει για μια φανέλα – εθνική

-, αλλά η αγορά τον θέλει υπερεθνικό, παγκοσμιοποιημένο».

Και για να μην ξεχνιόμαστε: το σκορ αυτήν τη στιγμή είναι Adidas – Nike 5-5.

Αν πάει η ομάδα του Ροναλντίνιο στον τελικό και κερδίσει, το σκορ θα γίνει 6-5

υπέρ της Nike. Κι αυτό είναι πλασματικό, αφού η Nike αγόρασε και το παρελθόν

τής Βραζιλίας. Άλλο κρίσιμο σημείο κι αυτό. Για το ποδόσφαιρο, την οικονομία,

ενίοτε και για τη Δημοκρατία…

Info

* Κριστιάν Μπρομπερζέ, «Ποδόσφαιρο, το πιο σοβαρό, ασήμαντο πράγμα του

κόσμου», υπό έκδοση ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ

* Νορμπερτ Ελιάς, «Ο πολιτισμός της Δύσης», Αθήνα 1997, ΝΕΦΕΛΗ

* Manfred G. Schmidt, «Θεωρίες της Δημοκρατίας», Αθήνα 2004,

ΣΑΒΒΑΛΑΣ

* Εντουάρντο Γκαλεάνο, «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», Αθήνα 1998,

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

* Ρίτσαρντ Καπισίνσκι, «Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου», Αθήνα 2001,

ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

* Georges Vigarello, «Από το παιχνίδι στο αθλητικό θέαμα», Αθήνα 2004,

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Enstaseis – blog

Θα μας βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http: //enstaseis.blogspot.com