I. H παραπομπή στη Χάγη, δηλ. στο Διεθνές Δικαστήριο (Δ.Δ.) του ΟΗΕ,

των αξιώσεων της Άγκυρας στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου αποτέλεσε πάγια θέση

των κυβερνήσεων της N.Δ. από το 1975 και πιο επίμονα του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981. Ο

Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτήριζε σταθερά το προς επίλυση ζήτημα ως νομικό και μ’

αυτή την έννοια πρότεινε την οριοθέτηση από το Δ.Δ. Τον νομικό χαρακτήρα του

ζητήματος επέτεινε ο τουρκικός ισχυρισμός, ευθέως αντίθετος με το διεθνές

δίκαιο, ότι δεν αντιστοιχεί υφαλοκρηπίδα στα νησιά του Αιγαίου. Επιδίωξη της

Άγκυρας είναι έκτοτε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που να διχοτομεί το Αιγαίο

σε μεγάλο βάθος προς τα δυτικά.

H μετά το 1996 κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σχεδίασε, και τελικά πέτυχε το 1999 στη

Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, οι τουρκικές αξιώσεις κατά της Ελλάδας να

καταστούν ζήτημα συνδεόμενο με την καλούμενη πορεία της Τουρκίας προς την E.E.

H σύλληψη ήταν κατ’ αρχήν ορθή.

Σήμερα, μετά την αεροπορική σύγκρουση στα ανοιχτά της Καρπάθου και το γνωστό

άρθρο του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου, σχόλια,

προτάσεις και δημοσιογραφικές πληροφορίες, κατέστησαν την παραπομπή στη Χάγη

κεντρικό ζήτημα δημόσιας συζήτησης. Όμως, από το επεισόδιο των Υμίων το 1996

έως σήμερα έχουν προστεθεί δεδομένα, εκ των οποίων άλλα προηγήθηκαν και άλλα

ακολούθησαν τη Σύνοδο του Ελσίνκι. Στις γραμμές που ακολουθούν εξετάζονται

ορισμένα από αυτά σε συσχετισμό με τις προτάσεις και ιδέες για προσφυγή στη

Χαγη.

1. Το κείμενο του Ελσίνκι αναφέρεται σε κάθε συνοριακή διαφορά. H

διατύπωση νομιμοποιεί κατ’ αρχήν την Τουρκία να προβάλει και άλλες αξιώσεις

της ως «διαφορές». H τότε ελληνική κυβέρνηση δήλωνε ότι αναγνωρίζει μόνο το

ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Όμως μετά το Ελσίνκι πραγματοποιήθηκαν 22

ελληνοτουρκικές συναντήσεις σε επίπεδο πρεσβευτών. Δεν γνωρίζουμε από υπεύθυνη

πηγή εάν τέθηκαν προς συζήτηση από την τουρκική πλευρά «συνοριακές διαφορές».

2. H Τουρκία έθεσε το 1996 ζήτημα «γκρίζων ζωνών», ξεκινώντας από τα

Ύμια. H ελληνική κυβέρνηση υπεδείκνυε με επιμονή να φέρει η Τουρκία την αξίωσή

της για τα Ύμια στη Χάγη.

3. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ πρότεινε να ασκήσουμε το κατά το Διεθνές Δίκαιο

της Θάλασσας δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων, ορθά επισημαίνοντας

ότι το εύρος τους επηρεάζει καθοριστικά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Ορθά

επίσης αναφέρθηκε σε επέκταση όχι σε 12 αλλά έως 12 μίλια. H Τουρκία με

περιφρόνηση προς το άρθρο 2 του Χάρτη του ΟΗΕ μάς απειλεί, σε περίπτωση

επέκτασης, με πόλεμο. Παραμένει όμως αδιευκρίνιστο εάν, κατά τις 22

συναντήσεις που προαναφέραμε, αποτέλεσε η άσκηση αυτού του δικαιώματος θέμα

συζήτησης. Έγκυρες δημοσιογραφικές πληροφορίες βεβαιώνουν ότι αποτέλεσε (βλ.

«BHMA της Κυριακής», 11/6/06). Επιβάλλεται λοιπόν να διευκρινιστεί εάν θα

προηγηθεί συνεννόηση με την Τουρκία, ή εάν θα προβούμε σε μια λελογισμένη

επέκταση ασκώντας το κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας δικαίωμά μας. Εξάλλου

θα πρέπει να αποκλειστεί συσχετισμός της άσκησης αυτού του αναμφισβήτητου

δικαιώματός μας με τις αναφορές στο Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης του 1997,

σε ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο.

II. Τα περισσότερα κράτη έχουν αποδεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία

του Δ.Δ. για όλες τις υποθέσεις που αφορούν θέματα διεθνούς δικαίου, ερμηνείας

συνθηκών, παραβίασης υποχρεώσεων. H Τουρκία δεν έχει αποδεχθεί αυτή τη

δικαιοδοσία. Με αυτό το δεδομένο, οι εμμονή μας στη διαδικασία της Χάγης

καθιστά τη θέση της Τουρκίας πλεονεκτική. H υπαγωγή τής υπόθεσης της

υφαλοκρηπίδας στο Δ.Δ. προϋποθέτει συνυποσχετικό, δηλαδή συμφωνία. H Τουρκία,

επικαλούμενη το κείμενο του Ελσίνκι, μπορεί να θέτει ως όρο για το

συνυποσχετικό την αποδοχή από την Ελλάδα, ή και από την E.E., ότι προς επίλυση

«διαφορές» είναι και οι μονομερείς αξιώσεις της.

Το κείμενο του Ελσίνκι έθετε ώς χρονικό όριο το 2004 για να «επανεξετάσει την

κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά» προκειμένου να «προαγάγει την επίλυσή

τους μέσω του Δ.Δ.». Παραμένει όμως ανοιχτό ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος θα

καθόριζε το 2004 ή ποιος θα καθορίσει με το προτεινόμενο «νέο Ελσίνκι» τις

προς επίλυση «διαφορές» εάν Ελλάδα και Τουρκία δεν συμφωνήσουν; Προφανώς η

E.E., με πρωτεύοντα τον ρόλο των ισχυρών κρατών – μελών, άρα και της M.

Βρετανίας. Φτάνουμε έτσι σε δεύτερο ερώτημα: θα αποδεχόταν η Ελλάδα να

υπογράψει υπαγορευόμενο από την E.E. συνυποσχετικό με το οποίο θα αναγνώριζε

ως «συνοριακές διαφορές» αυθαίρετες τουρκικές αξιώσεις; Δεν θα άνοιγε έτσι τον

δρόμο για «συμβιβαστικές» αποφάσεις του Δ.Δ. που τάχα θα τέμνουν αυτές τις

«διαφορές»; Και, για να θυμηθούμε τον Ανδρέα Παπανδρέου, πώς νοείται

συμβιβασμός όταν μόνο το ένα μέρος διεκδικεί, ενώ το άλλο δεν διεκδικεί

τίποτα;

H Ελλάδα ορθά υποστηρίζει την επίλυση του υπαρκτού νομικού προβλήματος της

οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας από τη «Χάγη». H εντύπωση όμως ότι αυτή η «Χάγη»

μπορεί να μας λύσει όλα τα ζητήματα που μας γεννούν οι αξιώσεις των τουρκικών

ηγεσιών, μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος μύθος.