H ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ: Ακούω σημαίνει και υποτάσσομαι, συμφωνώ στα

πλαίσια μιας κοινωνίας σε συγκεκριμένους όρους. Αυτή η σημασία της ακοής

(επίσης) εξηγεί τον ιδιαίτερο στολισμό των αυτιών σε πολλές φυλές.

Επανάσταση (;) στην Πειραιώς και Βενιζέλου…

H Μαουάς θα εμφανιστεί την Τρίτη το βράδυ στον πολυχώρο του Φεστιβάλ Αθηνών

(Πειραιώς και Βενιζέλου)

ΠΕΡΑΣΝ 20 χρόνια. Τότε η κίνηση είχε χαρακτηριστεί «επαναστατική». Στις

20 Νοεμβρίου 1986 ο υπουργός Πολιτισμού Τζακ Λανγκ μοίρασε στους βουλευτές του

γαλλικού Κοινοβουλίου το τραγούδι «Douce France» με τη φωνή ενός Αλγερινού,

του Rachid Taha και του γκρουπ του «Carte de Sejour» («Άδεια Παραμονής»).

Σκοπός του Λανγκ ήταν να πιεστούν οι βουλευτές να απορρίψουν σχέδιο νόμου που

αναθεωρούσε τη νομοθεσία περί γαλλικής υπηκοότητας (κυρίως για τους

μαγκρεμπιανούς). Έκτοτε τα πράγματα χειροτέρεψαν για τους αλγερινής καταγωγής

Γάλλους σε όλους τους τομείς με μια μόνο εξαίρεση. Τη μουσική (τους).

Από τότε (και λίγο πιο πριν) η world music (η μουσική του κόσμου ή έθνικ όπως

συνηθίζεται στην Ελλάδα) έκανε μια μεγάλη πορεία. Γεωγραφικά ήταν ακριβώς

αντίθετη της πορείας της «ανακάλυψης» του κόσμου (ή της αποικιοκρατίας όπως

συνηθίζεται στην Αριστερά). Ακολούθησε το ρεύμα της μετανάστευσης προς τη Δύση

και κοίταξε στα μάτια τη βιομηχανοποιημένη ποπ (ενίοτε ακόμη και τη ροκ).

Πέτυχε και άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση τής οποίας η βάση ήταν (και είναι) πολύ

φιλόδοξη: H εκ νέου επινόηση της ιστορίας.

Την ερχόμενη Τρίτη στην Αθήνα, στην Πειραιώς και Βενιζέλου (δίπλα στην ΙΟΝ),

το (ριζικά ανανεωμένο) Φεστιβάλ Αθηνών παρουσιάζει ένα τριήμερο «ήχων του

κόσμου». H διοργάνωση δεν είναι τυχαία. Οι μουσικοί είναι εμβληματικές μορφές

της world music. Και η μουσική τους είναι και η πολιτική ιστορία τόπων και

εποχών.

H Μαουάς μέχρι την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν ήταν η ντίβα της

ραδιοφωνίας ερμηνεύοντας από λαϊκά τραγούδια μέχρι γκαζάλ (μια εκλαϊκευμένη

εκδοχή της κλασικής μουσικής). Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών οι

μουτζαχεντίν έκλεισαν τα ωδεία. Οι Ταλιμπάν έκλεισαν τη μουσική! Την

απαγόρευσαν, αλλά η Μαουάς είχε προλάβει να διαφύγει στις ΗΠΑ.

Ο Κεϊβάν Σεμιρανί (την Τετάρτη) είναι ένας περίεργος Ιρανός. Ανακατεύει τα

φαρσί, τα ταμίλ (από τον ινδικό νότο) και τη διάλεκτο της φυλής Μπαμπάρα από

το Μάλι της Δυτικής Αφρικής. Και τις «κολλάει» με τη μουσική (ή καλύτερα με το

ένστικτο των μουσικών).

Την Πέμπτη γίνεται κάτι ακόμη πιο «παράδοξο». H μουσική των σούφι του Πακιστάν

(η καβαλί) συνομιλεί με το φλαμένκο. Όπως έγινε ιστορικά πριν από 1.000 χρόνια

με τη μετακίνηση Τσιγγάνων από το Ρατζαστάν στην Ιβηρική. Οι διοργανωτές

θέλουν και κάτι ακόμη: Μέσω του φόρουμ μεταναστών έχουν προσκαλέσει και

ανθρώπους από αυτές τις περιοχές που σήμερα ζουν στην Αθήνα και άφησαν πίσω

τους αυτές τις μουσικές…

H «Μουσική του Κόσμου» γεννήθηκε ανάμεσα σε μια…

… σύγκρουση. H παγκοσμιοποίηση έβαλε την τεχνολογία και οι (όποιες εύλογες)

αντιδράσεις το πλαίσιο όπως το εξηγεί ο Ζακ Σαμουήλ (μελετητής σύγχρονης

μουσικής). H ταχύτητα στις επικοινωνίες και στη μεταφορά πληροφοριών

εκμηδένισαν την απόσταση από τον Τρίτο Κόσμο στα μεγάλα δισκοπωλεία της

αγγλόφωνης Δύσης. Αλλά για να ανακαλυφθούν οι ήχοι έπρεπε να στηριχτεί

ιδεολογικά η αυτοκριτική της Δύσης απέναντι στο «διαφορετικό». Και αυτό δεν

ήταν εύκολο. Μέλημα πρώτο η διαχωριστική γραμμή στο φολκλόρ της δυτικής

παράδοσης (που έντυσε το πέρασμα στον εθνικισμό) και στο έθνικ .

Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος (ιστορικός) θυμίζει ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ένας

Πρώσος πάστορας ο Χέρντερ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το φολκλόρ ως

ενοποιητικό στοιχείο των Γερμανών. Δεν ήταν η μουσική όσο η γλώσσα οι στίχοι

και τα παραμύθια που αποτέλεσαν αυτό που ονομάζουμε εθνική παράδοση. Και που

το γνωρίσαμε έντονα εκτός από την Ιταλία και στα Βαλκάνια και μέχρι και

πρόσφατα και στην Ελλάδα με τη δημοτική μουσική (ή παραδοσιακή επί το πολιτικά

ορθότερον). «Το φολκλόρ, λέει ο Λ. Εμπειρίκος, τονίσθηκε ως η κατ’ εξοχήν

πηγαία έκφραση του λαού, της λαϊκότητας. Ως φορέας του εθνικού μέσα από τη

στροφή προς την ενοποιητική – ή διασπαστική – λειτουργία της εθνικής γλώσσας».

Αλλά όπως επισημαίνει ο Λάμπρος Λιάβας (αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο

Αθήνας) «το μουσικό πρωτογενές υλικό των κοινοτήτων μεταλλάσσεται σε φολκλόρ,

δηλαδή αποκόβεται από τον τόπο, τον χρόνο ή ακόμη και από τους φορείς του και

τελικά απλώς αναπαράγεται σε διαφορετικές συνθήκες και χώρους, συνήθως με τη

μορφή «αναβίωσης» ή (ανα)παράστασης». Όπως η αναπαράσταση γάμων (π.χ.

βλάχικος, κρητικός κ.λ.π.)

Αν η επανάσταση του ροκ στη δεκαετία του ’60…

… ήταν σε ευθεία γραμμή με καθολικές αρχές και πίστεις, η world music έχει

ξεκόψει – ιδεολογικά – από βερμπαλισμούς. Το μόνο κοινό στοιχείο είναι ο

χώρος. Και οι δυο μουσικές δημιουργήθηκαν – τελικά – από τη Δύση. Αλλά ενώ στο

ροκ η γλώσσα ήταν κοινή (η αγγλική) και το μήνυμα φαινόταν οικουμενικό, στο

«εθνικ» τα πράγματα είναι λίγο πιο διαφορετικά. H επανάσταση της εθνολογίας

(κυρίως με τον Levi-Strauss – «οι μύθοι διαβάζονται και ως παρτιτούρες»)

ανέδειξε τη μετατόπιση από το γενικό στο μερικό. Από την «παγκόσμια

επανάσταση» στους επιμέρους ακτιβισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ήχους.

Όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Πανόπουλος (επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο

Αιγαίου) «στο υγρό και ομιχλώδες τροπικό δάσος όπου η όραση συχνά

παρεμποδίζεται, η ακοή αποκτά ιδιαίτερη αξία». Και η μουσική δεν μπορεί παρά

να διαφοροποιείται από την ιδιαίτερη σημασία της ακοής σε διαφορετικά

περιβάλλοντα. Για παράδειγμα (το αναφέρει ο Π. Πανόπουλος με αφορμή

ανθρωπολογικές έρευνες) η μουσική των Καλούλι στην Παπούα Νέα Γουινέα μιμείται

ήχους πουλιών. Αλλά για τους Καλούλι ο ήχος ενός συγκεκριμένου πουλιού που

«αναπαράγεται» με τύμπανο θεωρείται ως ενσάρκωση των νεκρών παιδιών της φυλής.

Αυτή η συναισθηματική ένταση από τη συγκεκριμένη μουσική μπορεί να γίνει

αντιληπτή από οποιονδήποτε άλλο;

Αυτές οι ενστάσεις πληθαίνουν όλο και περισσότερο. Πόσο έθνικ είναι το Έθνικ

που ακούμε;

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που δίνει ο Παύλος Κάβουρας (αναπληρωτής

καθηγητής με ειδικότητα στην πολιτισμική ανθρωπολογία και την εθνομουσικολογία

στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών): «Το κινέζικο φαγητό που

τρώμε στην Αθήνα δεν είναι ίδιο με αυτό που τρώνε οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης,

πολύ περισσότερο δε με αυτό που τρώνε οι Κινέζοι, και μάλιστα, ποιοι

«Κινέζοι»; Ποιοι από όλους – τα διάφορα εθνοπολιτισμικά φύλα του κινεζικού

έθνους – και ποιο είδος κινεζικής κουζίνας; Το ίδιο συμβαίνει και με τη World

Music. Το Buena Vista δεν είναι η Κούβα: είναι μια ιδέα Κούβας προσαρμοσμένη

στα δυτικά πρότυπα. Ο Ραβί Σανκάρ τροποποιεί την ινδική ράγκα για να την κάνει

προσιτή στο δυτικό κοινό. Οι πολύωρες ράγκα της ινδικής παραδοσιακής μουσικής

προσαρμόζονται χρονικά και οργανικά στις ανάγκες και τις προτιμήσεις των

δυτικών ακροατών. Άλλη είναι η ράγκα που παίζει ο μεγάλος μουσικός όταν

απευθύνεται σε ένα ινδικό ακροατήριο και άλλη εκείνη την οποία «ερμηνεύει» για

το δυτικό κοινό. Αυτό είναι σήμερα το στοίχημα της «μουσικής του κόσμου». Αυτή

τη συνομιλία επιχειρεί ο Ραβί Σανκάρ με ένα παγκόσμιο κοινό. Αν η μαζικοποίηση

– προϋπόθεση της παγκοσμιοποίησης – δεν περάσει από τη μηχανή του κιμά αυτές

τις μουσικές. Αν οι μικρές ανεξάρτητες εταιρείες καταφέρουν να αντέξουν στους

μουσικούς-βιομηχανικούς κολοσσούς που μετατρέπουν τα πάντα σε άοσμη ποπ. H

μουσική τού κόσμου δεν προϋποθέτει κυριαρχία, αλλά συνομιλία του παγκόσμιου με

το τοπικό. Και τότε, το παγκόσμιο αναδύεται ως μια νέα πολιτική και, υπό

προϋποθέσεις, λυτρωτική προοπτική. Μια πολιτισμική συνάντηση στην οποία κανείς

δεν έχει το πάνω χέρι και το τελικό αποτέλεσμα παραμένει στοίχημα, και δεν

εμποδίζεται από την επιχειρηματική δράση και λογική των μεγάλων δισκογραφικών

εταιρειών.

Και όπως το συνοψίζει ο Λεωνίδας Αντωνόπουλος («Οι μουσικοί του κόσμου») «όταν

οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης ανακαλύπτουν στη world music το στερεότυπο

της «αυθεντικότητας της παράδοσης» και μια αφορμή για να ξεπλύνουν για

λογαριασμό της Δύσης τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας απέναντι στον Τρίτο

Κόσμο, οι τεχνοκράτες ανακαλύπτουν την «πολυπολιτισμικότητα» και το στερεότυπο

«η μουσική είναι μία». Κοινός παρονομαστής η χειραγώγηση της έκφρασης ώστε να

εξυπηρετήσει ιδεολογήματα. Στο μεταξύ, βαθιά νυχτωμένη η πραγματικότητα

κοιμάται. Και ονειρεύεται πως βρίσκει λύσεις στις αντιφάσεις της προκαλώντας

και ωθώντας τους πολιτισμούς του πλανήτη να ερωτοτροπήσουν»…

Info

* Theodor Adorno, «H κοινωνιολογία της μουσικής», Αθήνα 1997, ΝΕΦΕΛΗ

* Παύλου Καϊμάκη, «Φιλοσοφία και μουσική», Αθήνα 2005, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ

* Παναγιώτη Πανόπουλου, «Από τη μουσική στον ήχο», Αθήνα 2005,

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

* Clude Levi-Strauss, «Το ωμό και το μαγειρεμένο», Αθήνα 2002,

ΑΡΣΕΝΙΔΗΣ

* Τζον Μπαρθ, «Οι βλακοχορτοφάγοι», Αθήνα 2000, ΠΟΛΙΣ

* Τσβετάν Τοντόροφ, «H κατάκτηση της Αμερικής», Αθήνα 2004, ΝΗΣΟΣ

* Τέρι Ίγκλετον, «Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας», Αθήνα 2004, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

Enstaseis – blog

Θα μας βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http: //enstaseis.blogspot.com