Το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας τα τελευταία είκοσι χρόνια στην

Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και η αναποτελεσματικότητα των πολιτικών

απασχόλησης δεν απομακρύνουν τις εφαρμοζόμενες πολιτικές από την κατεύθυνση

της «απελευθέρωσης» και της «ευελιξίας» της αγοράς εργασίας.

Υπόβαθρο αυτών των πολιτικών αποτελεί η αντίληψη ότι το πρόβλημα της ανεργίας

δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί παρά μόνο με την ευελιξία της αγοράς εργασίας και

συγκεκριμένα με την εφαρμογή μέτρων που αναφέρονται στην ευελιξία: των μισθών,

της ασφάλισης και των μορφών της απασχόλησης, του χρόνου εργασίας, της

κοινωνικής προστασίας, των επιδομάτων ανεργίας κ.τ.λ.

Όμως είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την αποτυχία των ευέλικτων πολιτικών να

συμβάλουν στη μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση,

επιδιώκεται η συνέχιση της εφαρμογής τους και κατά τη δεύτερη πενταετία της

δεκαετίας του 2000.

Ιδιαίτερα αξίζει να σημειωθεί ότι και στο πρόσφατο (Μάρτιος 2006) Συμβούλιο

Υπουργών Απασχόλησης, στο οποίο κεντρική θέση είχε η αξιολόγηση της προόδου

των κρατών-μελών στους τομείς της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας,

επαναβεβαιώθηκε η προσήλωση του Συμβουλίου στην εφαρμογή μέτρων στα

κράτη-μέλη, ευελιξίας αλλά με ασφάλεια (flexibility).

Αυτό σημαίνει ότι Ευρωπαϊκή Ένωση πιστεύει ακόμη ότι η ανεργία στα κράτη-μέλη

οφείλεται στην «ακαμψία» και την «ανελαστικότητα» της αγοράς εργασίας,

παραβλέποντας ότι η εφαρμογή της ευελιξίας κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια

έχει, σε σημαντικό βαθμό, διαρρήξει την κοινωνική συνοχή και έχει αυξήσει

ιδιαίτερα την ανασφάλεια των εργαζομένων και των ανέργων, με αρνητικές

επιπτώσεις στο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας και του όγκου του

παραγόμενου πλούτου στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν στις πολιτικές απασχόλησης μπορεί να

συνυπάρξει η «ευελιξία» με την «ασφάλεια», με την έννοια της αντιμετώπισης των

προαναφερόμενων αρνητικών συνεπειών στους εργαζομένους και την οικονομία

γενικότερα.

Από την άποψη αυτή παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα αποτελέσματα σχετικής

έρευνας (Ρ. Auer, J. Berg, Ι. Coulibaly, 2005), σύμφωνα με την οποία η

ασφάλεια στην εργασία χωρίς ευελιξία συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας

της εργασίας, με την έννοια ότι η Ελλάδα αποδεικνύεται ότι έχει επιτύχει

υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας (2,2% το 2005) αφού το 52,1%

των εργαζομένων εργαζόταν για πάνω από δέκα χρόνια στον ίδιο εργοδότη, σε

σχέση με τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, το Βέλγιο, την Ισπανία, την

Πορτογαλία κ.τ.λ., στις οποίες ο αριθμός των εργαζομένων που εργάζονται στον

ίδιο εργοδότη πάνω από δέκα χρόνια κυμαίνεται από 32,1% έως 49,3% και στην

Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 το ποσοστό αυτό είναι 41,5%. Επίσης αποδεικνύεται ότι

χώρες όπως η Γαλλία (1,7 εκατ. είναι εργαζόμενοι με σύμβαση προσωρινής

εργασίας το 2005) και η Ισπανία, όπου σε ηλικία 30 ετών ένας μισθωτός στους

δέκα εργάζεται με σύμβαση προσωρινής εργασίας, εκτός από την ανασφάλεια των

εργαζομένων και το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας δεν ξεπερνά το 1%.

Κατά συνέπεια, η δυσμενής κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική

οικονομία με τη σταδιακή συρρίκνωση του αναπτυξιακού αποθέματος που

συντελείται και του υψηλού επιπέδου ανεργίας δεν οφείλεται στη σταθερότητα της

απασχόλησης για το σημαντικότερο τμήμα της μισθωτής εργασίας (αντίθετα αυτό

τής διατηρεί από τα υψηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας στην

Ευρωπαϊκή Ένωση), ούτε στο ύψος των αμοιβών της μισθωτής εργασίας και του

θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, αλλά οφείλεται στην απουσία

αναπτυξιακού προτύπου ενίσχυσης της απασχόλησης με τόνωση των επενδύσεων

(δημοσίων και ιδιωτικών), βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας με την

αναβάθμιση (τεχνολογία, καινοτομίες κ.τ.λ.) της παραγωγικής υποδομής της χώρας

και των επιχειρήσεων καθώς και του χαμηλού επιπέδου δημοσίων δαπανών που

διατίθενται για τις πολιτικές απασχόλησης στην Ελλάδα (0,5% του Ακαθάριστου

Εθνικού Προϊόντος) σε σύγκριση με την Ευρώπη των 15, όπου το αντίστοιχο

ποσοστό ανέρχεται στο ύψος του 2,4% του ΑΕΠ.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου,

επιστημονικός διευθυντής του INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.