Όπου ο ήλιος βρίσκει διέξοδο βγάζει τα απωθημένα του. Και να οι ζακέτες

βγαίνουν, και να οι ιδρώτες αρχίζουν, και να οι πρασινάδες και τα

ψιλολουλούδια προκαλούν για κάτι που δεν ξέρεις τι μπορεί να είναι. Γιατί τα

λένε αγριολούλουδα, ρωτάνε τα πιτσιρίκια. Είναι άγρια μήπως; Τι αγριάδα έχουν;

Μα πώς να το εξηγήσεις στα παιδιά; Κοίταξέ τα πώς είναι: τόσο μικρά που δεν

κόβονται, δε βρίσκεις το κοτσάνι να τα πιάσεις. Κι αν καθήσεις ώρες ατελείωτες

να ασχοληθείς και καταφέρεις να φτιάξεις ένα μπουκέτο από δαύτα, σε λίγη ώρα

θα έχει μαραθεί, θα σου λειώσει στα χέρια. Είναι ωραία και απρόσιτα. Μπορείς

να τα πατήσεις, αλλά δε μπορείς να τα μαζέψεις. Δε μπορείς να τα βάλεις σε ένα

βάζο, να τα χαίρεσαι. Κοίτα πόσο λεπτά, με την άσπρη γραμμή γύρω από τα

χρωματιστά πέταλά τους. Μερικά τα καλλιέργησαν για καιρό οι άνθρωποι και

έβγαλαν μεγαλύτερα, πιο γερά, πιο πειθαρχημένα. Να οι γαλάζιοι πρόγονοι της

βιολέτας, μόνο η μυρωδιά τους είναι ίδια. Και τα άγρια γαρίφαλα, ίσα που

φαίνονται, τόσο λεπτά. Όλα ήταν άγρια πριν εξημερωθούν, αλλά επιμένουν να

φυτρώνουν ακόμα άγρια, εκεί που δεν τα σπέρνουν. Τα μόνα που μπορούν να

μαζέψουν οι περιπατητές στο πάρκο είναι αυτά τα άσπρα που μυρίζουν κρεμμύδι,

τα πάνε στο σπίτι τους κι ύστερα καταλαβαίνουν το λάθος. Άγρια πλάκα τούς

κάνουν τα λουλούδια. Κι αυτά τα μπλε, τα πιο μικρά, τα πιο ανυπότακτα, τα

έβγαλαν «μη με λησμόνει». Μη με ξεχάσεις. Οι άνθρωποι δεν τα ξεχνούν ποτέ αυτά

τα τόσο δύσκολο να αποκτηθούν λουλούδια. Δεν ξεχνούν ποτέ ό,τι τους

αντιστέκεται. Τα ονόμασαν έτσι για να τα παρακαλέσουν να μην ξεχνάνε και

εκείνα τους καημένους τους ανθρώπους.