Είναι περίεργη αυτή η απόλυτη στασιμότητα. Δηλαδή: προχθές, μαζί με δυο φίλους

(σουσι-λάτρες κι αυτοί), αποφασίσαμε να επισκεφθούμε ένα από τα παλιότερα

σουσι-μάγαζα της Αθήνας, το «Kyoto». Τελευταία φορά που πήγα ήταν πριν από μια

δεκαετία και βάλε, όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω για εστιατόρια. Δεν είχε

αλλάξει κάτι (και δεν το λέω σαν κομπλιμέντο)!

To «Kyoto» πάντα είχε κάτι το παλιομοδίτικο, ακόμα και όταν ήταν πρωτοπόρο.

Στεγάζεται σε ένα διαμερισματάκι, στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας δίπλα

στον Διόνυσο, στην Ακρόπολη. Πέντε-έξι τραπέζι έχει όλα κι όλα και μου έκανε

εντύπωση το ότι ήταν γεμάτο Δευτέρα βράδυ. Ο διάκοσμος είναι κλασικά γιαπωνέ,

με ρυζόχαρτο, ξανθό ξύλο και μακρόστενες γιαπωνέζικες γκραβούρες στους

τοίχους. H τουαλέτα είναι εμπειρία. Στο υπόγειο της πολυκατοικίας, χωμένη στο

πίσω μέρος μιας αίθουσας, με πλακάκια ορίτζιναλ της δεκαετίας του ’70. Μα

τίποτε δεν έχει αλλάξει εδώ!

Το μενού είναι εντυπωσιακά μεγάλο για το μέγεθος της σάλας. Προσφέρουν 82 είδη

– μετρώντας τα γλυκά, τους καφέδες, τα είδη τσαγιού και, φυσικά, σούσι και

σασίμι, διάφορα ορεκτικά, ομελέτες, σαλάτες, πιάτα με κρέας, σούπες, νουντλς

και άλλα. Δυστυχώς, όμως, όλα όσα δοκιμάσαμε ήταν μέτρια.

Μια προσφορά του μαγαζιού με την άφιξή μας – κάτι λαχανικά σε ένα μπολάκι,

δηλαδή – σίγουρα είχαν ζήσει πιο φρέσκες ημέρες. To sunomono, ένα ορεκτικό με

βραστό χταπόδι σε λεπτές φέτες, αγγούρι και αποξηραμένο ψάρι, ήταν εξαιρετικά

ξιδάτο, όπως επίσης και η κλασική γιαπωνέζικη σαλάτα με φύκια. Τόσο ξίδι που

σοκαρίστηκε ο ουρανίσκος μου. Ήθελα μια γερή γουλιά από σάκε για να συνέρθω!

H τεμπούρα – τηγανητά λαχανικά σε (υποτίθεται) τραγανή κρούστα από γιαπωνέζικη

γαλέτα – ήταν μια πλαδαρή κολεξιόν από τηγανητά λαχανικά εκτός εποχής:

μελιτζάνα, κολοκυθάκι κ.λπ. Το κρεμμύδι είχε κοπεί τόσο χοντρά, που αν και

τηγανισμένο έμοιαζε ακόμα ωμό. Δοκίμασα διάφορα ατομικά σούσι, με χταπόδι, με

γαρίδα και με καλαμάρι (ρολά). Ήταν μέτρια. Πώς το κρίνει κανείς; Κυρίως από

την υφή. Έλειπε αυτό το κριτσάνισμα και η καθαρότητα της γεύσης που αφήνει ένα

καλό σούσι. Είναι το φαγητό της απόλυτης απλότητας, έτσι; Και περιμένει αυτός

που το γεύεται και τη λαμπρή τελειότητα της απλότητας. Αυτό, λοιπόν, δεν το

είχαν! Σαν να ήταν «κουρασμένο» το φαγητό, κουρασμένος και βαριεστημένος κι

αυτός που το παρασκεύασε. Το ίδιο ίσχυε και για την πιατέλα σούσι που

παρήγγειλε η φίλη μου. Όλα ήταν «θολά» στη γεύση. Τέλος, δοκιμάσαμε μοσχαρίσιο

κρέας με τζίντζερ, σάκε και λαχανικά, φαγητό το οποίο έμοιαζε πιο πολύ με το

κοκκινιστό της μαμάς παρά με κάτι από τη γιαπωνέζικη κουζίνα.

Τι να πω; Με εξέπληξε το γεγονός ότι το παλιό αυτό εστιατόριο έχει επιβιώσει

τόσα χρόνια και με τόσο ανταγωνισμό. Ίσως διαθέτει κάτι που δεν κατάφερα να το

διακρίνω εκείνο το βράδυ.

* «Kyoto»: Γαριβάλδη 5, Ακρόπολη, τηλ.: 210-9241.406