Έτσι εκδικούνται οι θεσμοί: όταν τους απαξιώνεις, σε παίρνουν μαζί τους. Κι

όταν δεν υπάρχουν αντιστάσεις, η μετάβαση από τη θλίψη στο δράμα και τελικά

στο γκροτέσκο – δηλαδή στην αποδόμηση του περιεχομένου των εννοιών – είναι

προδιαγεγραμμένη. Σ’ αυτή τη φάση βρισκόμαστε μετά τις τελευταίες εξελίξεις

στο σκάνδαλο των υποκλοπών: η πολιτειακή τάξη δεν είναι απλώς κλονισμένη, αλλά

αυτοακυρωμένη. H συγκάλυψη γέννησε τον θρίαμβο της γελοιοποίησης και του

παραλόγου. Κανείς δεν ξέρει τίποτα για τίποτα, κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνη

για το παραμικρό κι όμως αυτό που συμβαίνει έχει ήδη διαβρώσει καταλυτικά τον

τρόπο διεξαγωγής και πρόσληψης της πολιτικής στην Ελλάδα.

Το κρίσιμο πολιτειακό ζήτημα δεν είναι η στάση της άμεσα εμπλεκόμενης

ιδιωτικής εταιρείας, οι διάτρητες υπεκφυγές της, οι σουρεαλιστικές αντιφάσεις

της, οι απίστευτες εκδοχές της «αλήθειας» της. Αυτό που αγγίζει τους θεσμούς

και (θα όφειλε να) ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά της εξουσίας είναι το πώς

αντιμετωπίζονται τα γεγονότα και οι «ερμηνείες» τους από τα αρμόδια κρατικά

όργανα – την κυβέρνηση, σε πρώτο βαθμό, αλλά και τη Βουλή και τη Δικαιοσύνη.

Δυστυχώς, μόνο η νομοθετική εξουσία στάθηκε κάπως στο ύψος της, όπως απέδειξε

η εξέταση του εκπροσώπου της εταιρείας από την αρμόδια Επιτροπή αλλά και η

γενική – και σε αρκετά μεγάλο βαθμό διακομματική – διάθεση της Βουλής να

σπάσει τον πέπλο της σιωπής. Ανακλαστικά μάλιστα, η στάση αυτή διπλασιάζει τις

ευθύνες της κυβέρνησης, μία από τις πρώτες προτεραιότητες της οποίας κατά την

αντιμετώπιση της κρίσης ήταν ακριβώς η κατά το δυνατόν φίμωση της Βουλής μέσω

εντελώς καταχρηστικών παρεμβάσεων του Προεδρείου και μέσω θέσης προσκομμάτων –

που δεν σταμάτησαν ακόμα τελείως – στη διερεύνηση της υπόθεσης από την

Επιτροπή και, αύριο, από την Ολομέλεια.

Κυβέρνηση, όμως, και Δικαιοσύνη είναι πλέον απολύτως έκθετες. H πρώτη

αποδεικνύεται ότι όσα είπε, δημοσιοποιώντας το σκάνδαλο, στη συνέντευξη Τύπου

– οπερέτα των τριών υπουργών ήταν κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου: τίποτα

από όσα ανακοινώθηκαν τότε ως «γεγονότα» δεν στέκεται σήμερα στο φως των

επιγενόμενων εξελίξεων (εκτός, πιθανότατα, από κάποιες «υπόνοιες» που αμέσως

μετά ασμένως αποσύρθηκαν με τρόμο και δέος μπροστά στις συνέπειές τους). Είναι

επίσης βέβαιο ότι η κυβέρνηση συναλλάχθηκε εξωθεσμικά με την ιδιωτική εταιρεία

που της «έφερε» την υπόθεση, ότι τη «συμβούλεψε» τα ακριβώς αντίθετα από όσα

έπρεπε να τη συμβουλέψει, ότι είτε πίστεψε τις εξαρχής εντοπίσιμες

ανακολουθίες της είτε δεν τις πίστεψε αλλά δεν έκανε τίποτε, ότι ανέχτηκε την

εκ μέρους της ανάληψη τής υπόθεσης δίκην εταιρικού ντετέκτιβ, ότι παρέλειψε να

ενημερώσει εκείνους που έπρεπε να ενημερώσει, ότι δυσκόλεψε με κάθε τρόπο –

και όχι πάντα ασυνείδητα – την αποκάλυψη της αλήθειας. Αλλά και η Δικαιοσύνη

έχει βαρύτατες ευθύνες. Όχι μόνο «ανακάλυψε» σε 11 μήνες πολύ λιγότερα από όσα

έφερε στο φως σε 15 ημέρες η κατηγορηθείσα ως «ανεπαρκής» Αρχή Προστασίας του

Απορρήτου, αλλά και δεν ενημέρωσε, όπως είχε αυτοτελή υποχρέωση, τα αναγκαία

θεσμικά όργανα, με πρώτη την ανεξάρτητη αυτή αρχή. Αν αυτή η στάση δεν συνιστά

παράβαση καθήκοντος, τότε η έννοια δεν υφίσταται.

Το δυστύχημα από την όλη υπόθεση είναι ότι οι θεσμοί ακυρώθηκαν όχι λόγω

εγγενούς ανικανότητας – είδαμε ότι Βουλή και ΑΔΑΕ τίμησαν τον ρόλο τους – αλλά

από πολιτική προπέτεια. H κυβέρνηση επιχειρεί να φέρει κάθε πολιτειακό

παράγοντα στα χαμηλά μέτρα της. Μέχρι στιγμής το πετυχαίνει. Και δρέπει τις

πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Δυστυχώς, ο πολίτης υφίσταται τις – πολύ

βαρύτερες – πολιτειακές.

Ο συνταγματολόγος K. Μποτόπουλος είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ.