Στην Κατοχή, όσοι πιτσιρικάδες πουλούσαμε τσιγάρα χύμα στους Γερμανούς

στρατιώτες, έξω από το κτίριο του B’ Γυμνασίου, που είχε επιταχθεί, εκεί στη

Χέυδεν, μόλις μαζεύαμε μερικά λεφτουδάκια, τα δίναμε στους γονείς μας κι

εκείνοι αγόραζαν μια χουφτίτσα όσπρια, λίγη μπομπότα και ένα κομμάτι χαλβά.

Ο χαλβάς αυτός, του μπακάλη, ήταν κάπως… μελαχρινός! Σίγουρα, δεν είχε

ζάχαρη (καραμέλα), αλλά ήταν πολύ νόστιμος. Και γεμάτος ίνες. Δεν έχω φάει,

μισόν αιώνα και βάλε, ωραιότερο χαλβά! Τη γεύση του μου τη θυμίζει μόνον ο

χαλβάς της Δραπετσώνας, που φτιάχνει ο φίλος μου ο Νίκος ο Γαβρίλης. (Αυτή την

ώρα, έξω από το εργαστήριό του, θα σχηματίζονται ουρές, για το ποιος θα

πρωτοψωνίσει…)

H Καθαρή Δευτέρα, στη ζωή μου, δεν είναι συνδεδεμένη, ιδιαιτέρως, με

χαρταετούς και τέτοια. Κυρίως, είναι συνδεδεμένη με τον χαλβά. Και νομίζω πως

το ίδιο συμβαίνει και με όσους άλλους μεγάλωσαν στα χρόνια του πολέμου. Γιατί,

τότε, πεινούσαμε πολύ. Και ο χαλβάς ήταν και φαγητό και γλυκό, συνάμα. (Αφού

και τώρα, τον χαλβά τον τρώω με ψωμί. Και, ακόμα καλύτερα, με λαγάνα.)

Για την Καθαρή Δευτέρα, έχω γράψει κι ένα τραγούδι, με τον Λοΐζο. Ακούστηκε σε

μια ταινία του Λάσκου, αλλά δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο. Λέει, ανάμεσα στ’ άλλα:

«Εσένα, που θ’ αγαπήσω / κρύο νερό, πράσινο φύλλο, αγόρι μου / μόλις φανείς θα

σε γνωρίσω / Θα ‘σαι περήφανος αγέρας / θα ‘ναι γλυκιά η κόψη σου / αετοί της

Καθαροδευτέρας / θα σεργιανούν στην όψη σου…».

Παλιά, όταν ήμουν μαθητής του Γυμνασίου, κάθε Καθαρή Δευτέρα, πηγαίναμε με την

οικογένεια, σ’ ένα λόφο, στα Καραγιανναίικα, όπου ζούσε σε μια παράγκα, με τη

γυναίκα του και τα παιδιά του, ένας φίλος του πατέρα μου, που του είχαν κόψει

το δεξί πόδι, στην Αλβανία. Θόδωρο τον λέγανε. Ο κυρ Θόδωρος έφτιαχνε

υπέροχους χαρταετούς και τους κουμαντάριζε ο ίδιος, μόλις παίρναν ύψος.

Ύστερα, έδενε την άκρη της καλούμπας στην πατερίτσα του κι ερχόταν να κάτσει

δίπλα μας, για φαγητό. Και η πατερίτσα έκανε μια χαρά τη δουλειά της…

Καθαρή Δευτέρα, μεθαύριο. Κόσμος και ντουνιάς θα μαζευτεί και πάλι, εδώ δίπλα,

στου Φιλοπάππου. Να ‘μαστε καλά…

ΥΓ: Πάλι ο δαίμων: 47 χρόνια στα «NEA» συμπλήρωσα την 1/3 και όχι 49.

Απαραίτητη διευκρίνιση για να μην μπερδευτούν οι… βιογράφοι μου!