H ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ: 24 αγνοούμενοι. Ξεκίνησαν για Ιταλία. Τους

σταμάτησαν ιταλικά πολεμικά και τους έβαλαν σε νέα ρότα προς Κέρκυρα. Ήταν

καλοκαίρι του ’96. Από τότε κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν. Ήταν η τελευταία

τραγωδία της «μαύρης 7ετίας».

Ένας βράχος στα σύνορα (και στην Ιστορία)

Από τα 32 παιδιά ενός σχολείου σε χωριό έξω από τους Αγίους Σαράντα βρέθηκαν

μόνον οι φωτογραφίες τους… (φωτό Γ. Μάκκας)

MEXPI TO 1990 ελάχιστοι είχαν δει τα σύνορα. Απαγορευόταν. Οι πρώτοι

τολμηροί το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Εκτέλεση επί τόπου. Ο Χότζα αν πίστευε σε

κάτι, ήταν στις ψευδαισθήσεις. Μερικές από αυτές αποδείχθηκαν δολοφονικές,

όπως το κόλπο με τα συρματοπλέγματα. Στα περίπου 30 χιλιόμετρα από τα

ελληνοαλβανικά σύνορα είχαν τοποθετηθεί, στα πεδινά σημεία, συρματοπλέγματα.

Έτσι, όσοι κατάφερναν να περάσουν τα συρματοπλέγματα πίστευαν ότι είχαν βρεθεί

στην Ελλάδα. Πενήντα μέτρα από τη μία και την άλλη πλευρά είχαν απλώσει άμμο

για να διαπιστώνουν εύκολα οι περίπολοι τα ίχνη των φυγάδων. Κανείς δεν ξέρει

πόσοι σκοτώθηκαν νομίζοντας ότι είχαν ξεφύγει. Ούτε και πόσοι σκοτώθηκαν αφού

είχαν ξεφύγει. Αυτή η ιστορία μιας μαύρης επταετίας (1990-1997) δεν έχει βρει

ακόμη τον ιστορικό της. Μόνο τώρα τελευταία κάποιοι αρχίζουν και ενώνουν τα

σημάδια που άφησε η επταετία στα σύνορα. Πρόκειται για περίεργα σημάδια που

μερικές φορές δεν είναι ευδιάκριτο αν ανήκουν στον μύθο ή στην πραγματικότητα.

Όπως η ιστορία του βράχου στη «γραμμή» Κορυτσάς – Καλαμπάκας. Μια ορεινή

διαδρομή που απαιτούσε πεζοπορία οκτώ ημερών και τόσο άγρια, ώστε σε κανένα

σημείο της δεν επέτρεπε τη δεύτερη σκέψη της επιστροφής. Μερικές εκατοντάδες

μέτρα μετά τα ελληνικά σύνορα καταγράφονται τα πρώτα σημάδια σ’ έναν μεγάλο

βράχο. Οι λαθρομετανάστες χάραζαν τα αρχικά ή τα ονόματα ή τα χωριά καταγωγής

τους και – απαραιτήτως – την ημερομηνία. Μέσα σε λίγα χρόνια ο βράχος είχε

μετατραπεί σ’ ένα βιβλίο εισόδου, αλλά σχετικά πρόσφατα διαδόθηκε πως κάποιοι

κάλυψαν τα ονόματα με μαύρη μπογιά. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι τέτοια σημάδια

άφηναν πολλά οι λαθρομετανάστες. Σε δέντρα, σε μικρά εκκλησάκια και, τέλος,

στα παγκάκια των πόλεων όταν έφθαναν. Τώρα αρχίζουν και καταγράφονται.

«Θυμάμαι σε ένα εκκλησάκι στα Δυτικά Ζαγόρια»…

… λέει ο φωτογράφος Γιώργος Μάκκας, «είχαν περάσει, εκεί στα 1991, τόσο

πεινασμένοι που έφαγαν το λάδι από τα καντήλια. Αλλά εκείνο που μας έκανε

περισσότερη εντύπωση ήταν τα αλβανικά χαρτονομίσματα που άφησαν». Ο Γ. Μάκκας

άκουσε και άλλες πολλές ιστορίες των συνόρων. Γι’ αυτό και πήρε τον φακό του

και πήγε να δει πού ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι της απόγνωσης. Δεν πρόλαβε. Τα

χωριά της Νότιας Αλβανίας είχαν αδειάσει. Σε μία περίπτωση, στο σχολείο ενός

μικρού χωριού έξω από τους Αγίους Σαράντα (Σαράντι), βρήκε τα παιδιά του

σχολείου μόνο στις πεταμένες φωτογραφίες. Από τα 32 παιδιά, ένα μικρό

κοριτσάκι βρισκόταν στην Ιταλία. Τα υπόλοιπα στην Ελλάδα (Σήμερα αυτές οι

φωτογραφίες είναι το αντικείμενο έκθεσης στη Θεσσαλονίκη – Λουτρά Παραδείσου,

Αριστοτέλους και Εγνατίας).

Ο Έντι είναι ένας από τους ανθρώπους των συνόρων (η μαρτυρία του φιλοξενείται

στο υπό έκδοση βιβλίο του Γκάζι Καπλάνι). Έκανε τη διαδρομή Κορυτσά –

Καλαμπάκα 36 φορές! Επί οκτώ ημέρες περπάτημα τη φορά, προκύπτει ότι έναν

ολόκληρο χρόνο τον έζησε αποκλειστικά πάνω στα σύνορα… Με τέσσερις εχθρούς:

το χιόνι και τους λύκους τον χειμώνα, τους φύλακες και τους ληστές το

καλοκαίρι. H ληστεία είναι ένα επίσης σχετικά άγνωστο κομμάτι εκείνης της

επταετίας. Ομάδες οπλισμένων συμπατριωτών τους παραμόνευαν τους απελπισμένους.

Κι αν ήταν τυχεροί και ξέφευγαν, πιθανόν να έπεφταν πάνω στους συνοριοφύλακες.

Είναι κοινό και – ένοχο – μυστικό τα βασανιστήρια και οι κακοποιήσεις. Τα

σύνορα ήταν εκείνη την περίοδο το ελληνικό «Αμπού Γράιμπ». Ο Αντώνης

υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία (και η μαρτυρία του έχει καταγραφεί, αλλά

δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί – από μη κυβερνητική οργάνωση). «Μια φορά

αναγκάστηκα και σήκωσα όπλο σε αστυνομικό. Δεν άντεχα άλλο αυτά που έβλεπα».

Πολλοί μιλούν ακόμη και για φωτογραφίες από κακοποιήσεις, αλλά, είπαμε, εκείνη

η επταετία παραμένει ερμητικά κλειστή.

Ωστόσο φαίνεται ότι η μνήμη ξαναζωντανεύει και τα…

… σημάδια της καταγράφονται σιγά σιγά. Όπως αυτά με τα τα κλαδιά των

δέντρων. Ήταν ο πρώτος τρόπος επικοινωνίας των λαθρομεταναστών με τους

τοπικούς πληθυσμούς κοντά στα σύνορα. Για να συνεχίσουν το ταξίδι τους και να

χαθούν στις μεγάλες πόλεις έπρεπε να βρουν ελληνικά χρήματα. Και ενώ έχουν

προβληθεί κατά κόρον οι ληστείες και οι κλοπές από τους λαθραίους, τα άλλα

σημάδια μόλις τώρα αποκαλύπτονται. Όπως το μήνυμα με τα κλαδιά. Στους δρόμους

που οδηγούσαν στα χωριά, οι μετανάστες άφηναν μεγάλα κλαδιά και κρύβονταν εκεί

κοντά. Ήταν το μήνυμα για τους ντόπιους. Όποιος χρειαζόταν εργάτη ή είχε να

προσφέρει δουλειά, δεν είχε παρά να τους αναζητήσει εκεί κοντά. Όσο δούλευαν,

οι συνοριοφύλακες δεν τους πείραζαν. Όταν πληρώνονταν και ξεκινούσαν για τις

πόλεις άφηναν χαρτιά με τα ονόματά τους στα ερημοκκλήσια. Ο Γ. Μάκκας έχει

συγκεντρώσει πολλά τέτοια περιστατικά.

Αλλά και η ερμηνεία αυτών των σημαδιών διχάζει. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ήταν

η ελάχιστη προφύλαξη. Να αφήσουν τα ίχνη τους ώστε σε περίπτωση που κάποιος

τους αναζητήσει ή κάτι τους συμβεί να γίνει δυνατός ο εντοπισμός τους.

(Ευτυχώς από το ’95-’96 και μετά, τα κινητά έδωσαν οριστική λύση). Το βέβαιο

είναι πως θέμα αναζητήσεων υπήρξε και υπάρχει ακόμη. Μέχρι και περίπου ένα,

δύο χρόνια πριν, οι εφημερίδες για τους μετανάστες που εκδίδονται στην Αθήνα

δημοσίευσαν εκατοντάδες αγγελίες αναζήτησης προσώπων. Όλοι χάθηκαν εκείνη τη

σκοτεινή επταετία. Στην Αλβανία έχει μεγάλη τηλεθέαση μια καθημερινή εκπομπή –

λέει η δημοσιογράφος Ελόνα Κατάρο – με τον τίτλο «Πού είσαι;».

Υπάρχει και μία άλλη εξήγηση για τα σημάδια που άφηναν οι λαθρομετανάστες:

πρόκειται για τη νίκη τους στο στοίχημα. Το οποίο δεν ήταν να έρθουν στην

Ελλάδα, αλλά επιτέλους να δουν τα σύνορα. Και να τα περάσουν. Οι

λαθρομετανάστες, και ιδίως οι Αλβανοί, έρχονταν όχι απλώς σε έναν άλλο κόσμο

αλλά και σε μια άλλη εποχή. Τα σύνορα ήταν που τους κρατούσαν μακριά. Τη νίκη

τους χάραζαν με τα σημάδια.

H επταετία ’90-’97 είναι από την ελληνική πλευρά…

… των συνόρων ακόμη ένα θέμα κλειστό. Περίπου 500.000 άνθρωποι περπάτησαν

(για περισσότερες από μία φορές) τα σύνορα. Πολλοί χάθηκαν, αλλά δεν υπάρχουν

ούτε νούμερα ούτε έρευνες. Πολλοί σκοτώθηκαν. Και ενώ αποκαλύφθηκε τυχαία το

έγκλημα του κτηνοτρόφου έξω από το Κιλκίς (είχε σκοτώσει τους δύο Αλβανούς για

να μην τους πληρώσει), επίσης αποκαλύφθηκε και κάτι άλλο: ότι αυτούς τους

ανθρώπους δεν τους είχε αναζητήσει κανείς δικός τους εκεί όπου εργάζονταν.

Νόμιζαν ότι είχαν περάσει από την Κέρκυρα στην Ιταλία.

Αυτή η περίοδος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είχε και πολλά άλλα. Όπως τη

δράση της MABH και άλλων παρακρατικών, ακόμη και με περιπολίες στα σύνορα.

Αλλά παραμένει η επταετία ταμπού για τη σημερινή ελληνική κοινωνία. Ίσως

διότι, όπως σημειώνει ο ιστορικός Marc Ferro, «ταμπού είναι εκείνο για το

οποίο σιωπούμε είτε από φόβο είτε από αιδώ»…

Info

* Γκάζι Καπλάνι: «Μικρό ημερολόγιο συνόρων», υπό έκδοση, ΛΙΒΑΝΗΣ

* Marc Ferro: «Τα ταμπού της ιστορίας», Αθήνα 2002, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

* Μίλτου Παύλου – Δημ. Χριστόπουλου (επιμ.): «H Ελλάδα της

μετανάστευσης», Αθήνα 2004, KPITIKH

* Τσβετάν Τοντόροφ: «Ο εκπατρισμένος», Αθήνα 1999, ΠΟΛΙΣ

* Αντιγόνης Λυμπεράκη – Θοδωρή Πελαγίδη: «Ο «φόβος του ξένου» στην

αγορά εργασίας», Αθήνα 2000, ΠΟΛΙΣ

* Theodor Lessing: «Ιστορία – πώς τα παράλογα γίνονται λογικά», Αθήνα

2005, ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ

* Βιριόν Γκράτσι: «Τρελαμένοι στον Παράδεισο», Αθήνα 2004, ΠΑΤΤΑΚΗΣ

* Αθ. Μαρβάκη, Δ. Παρσάνογλου, M. Παύλου: «Μετανάστες στην Ελλάδα»,

Αθήνα 2001, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ