H πλειονότητα των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών είναι οικογενειακές,

στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι μάνατζερς είναι και οι βασικοί μέτοχοί

τους. Το συγκεκριμένο μοντέλο εταιρικής οργάνωσης αποφεύγει τυχόν προβλήματα

που προκύπτουν από τις σχέσεις μάνατζερς – μετόχων (όσον αφορά την εταιρική

διακυβέρνηση) αλλά δημιουργεί ζητήματα ανταγωνιστικότητας για αυτού του τύπου

τις εταιρείες.

H επικράτηση οικογενειακών εταιρειών διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό από την

ελληνική νομοθεσία. Το ελληνικό δίκαιο των εταιρειών είναι λιγότερο ευέλικτο

από το αγγλοσαξονικό μοντέλο του κοινού δίκαιου (common law) σε θέματα

προστασίας των δικαιωμάτων των μικρομετόχων. Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι

το κύριο ζήτημα στην εταιρική διακυβέρνηση μιας τυπικής εισηγμένης στο

Χρηματιστήριο εταιρείας είναι οι σχέσεις μεταξύ μεγαλομετόχων και

μικρομετόχων, και όχι οι σχέσεις μεταξύ μάνατζερς και μετόχων.

Θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως η προτεινόμενη από την E.E. Οδηγία ΙΡ/06/10 –

που αφορά την εταιρική διακυβέρνηση με σκοπό να διευκολύνει τους μετόχους μιας

εταιρείας στην άσκηση των δικαιωμάτων τους – δεν ενισχύει σημαντικά την

προστασία των μικρομετόχων, ούτε επιλύει ουσιαστικά προβλήματα της ελληνικής

κεφαλαιαγοράς. Μια τέτοια σκέψη, όμως, θα ήταν λανθασμένη.

Ενδεχόμενη νομοθετική πρωτοβουλία με στόχο την προστασία των δικαιωμάτων των

μετόχων μιας εταιρείας θα βοηθούσε στη μετεξέλιξη των οικογενειακών εταιρειών

σε επιχειρήσεις με μοντέρνα δομή και διοίκηση. Θα λειτουργούσε προληπτικά ως

προς την αποφυγή προβλημάτων μεταξύ μάνατζερς και μετόχων που ενδεχομένως θα

ανακύψουν σε περίπτωση μιας τέτοιας μετεξέλιξης, καθώς θα ρύθμιζε εκ των

προτέρων διαφορετικά τη νομική τους σχέση.

Βεβαίως, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον η νομοθέτηση της εταιρικής

διακυβέρνησης έχει αποδώσει σε πανευρωπαϊκή κλίμακα τα αναμενόμενα. Αυτό θα

κριθεί από το αν οι έννομες τάξεις των κρατών-μελών της E.E. προσαρμόστηκαν

στις σχετικές Οδηγίες της E.E. λαμβάνοντας, επιτυχώς ή όχι, υπόψη τις

ιδιαιτερότητες των κεφαλαιαγορών τους.

H ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, με τον N. 3016/2002 περί Εταιρικής

Διακυβέρνησης, ο νομοθέτης σωστά καθόρισε τις σχέσεις μεταξύ μάνατζερς και

μετόχων. Δυστυχώς, όμως, το πεδίο των σχέσεων μεταξύ πλειοψηφούντων και

μειοψηφούντων μετόχων παρέμεινε ανεπαρκώς ρυθμισμένο. Το κενό αυτό έρχεται να

καλύψει, μερικώς, η Οδηγία 2003/51/EC που θεσμοθετεί υπέρ της διαφάνειας και

του ελέγχου των εταιρικών οικονομικών δεδομένων.

H ανάγκη για βελτίωση του βαθμού διαφάνειας και αξιοπιστίας των οικονομικών

στοιχείων των εισηγμένων στο X.A. εταιρειών καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική

στο πλαίσιο μιας διευρυμένης E.E., η οποία απαιτεί ομογενοποίηση των κριτηρίων

συγκρισιμότητας των οικονομικών δεδομένων των εταιρειών. Για τους λόγους

αυτούς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε στις αρχές Ιανουαρίου την παραπομπή της

Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, λόγω μη συμμόρφωσής της με την παραπάνω

Οδηγία.

H ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΨΗ

Στα ανωτέρω συχνά αντιπαρατίθεται η νεοφιλελεύθερη άποψη, ότι η νομοθετική

ρύθμιση θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης προσθέτει ένα περιττό γραφειοκρατικό

βάρος, δεδομένου ότι η αγορά έχει την ικανότητα να αυτορρυθμίζεται και να

αυτοδιορθώνεται.

Τέλος, η σημασία που έχει η νομοθέτηση κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης θα

πρέπει να αναγνωριστεί ως αναγκαία – αλλά σίγουρα όχι ικανή – προϋπόθεση για

μια μελλοντική επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος μέσω των pension funds.

Οι συμμετέχοντες σε pension funds θα είναι στην πλειονότητά τους

μικροεπενδυτές, των οποίων τα δικαιώματα θα πρέπει να είναι κατά το δυνατό διασφαλισμένα.

Tips

Το κύριο…

… ζήτημα στην εταιρική διακυβέρνηση μιας τυπικής εισηγμένης στο X.A.

εταιρείας είναι οι σχέσεις μεταξύ μεγαλομετόχων και μικρομετόχων, και όχι

μεταξύ μάνατζερς και μετόχων