1. ΘΕΜΑ ΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ο θεσμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου που

περιλαμβάνεται στην πρόταση Αναθεώρησης. Το πρώτο ερώτημα είναι, ποια είναι η

θεσμική ουσία της λειτουργίας ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου σε μία

δημοκρατική Πολιτεία. Ποια δηλαδή είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός

Συνταγματικού Δικαστηρίου, που στις λεπτομέρειές τους βέβαια διαφέρουν από

χώρα σε χώρα;

α) Το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει αμετάκλητα αν ένας νόμος ή και μια

άλλη μη νομοθετική απόφαση των οργάνων της Πολιτείας είναι σύμφωνη με το

Σύνταγμα.

β) Το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει αμετάκλητα αν συντρέχει παραβίαση

ενός θεμελιώδους δικαιώματος κι έτσι οριστικοποιεί το νόημά του.

γ) Ενδεικτική όμως της φιλοσοφίας της αναθεωρητικής πρότασης είναι η

αναφορά, μεταξύ των σχεδιαζόμενων αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου, και της κρίσης

του για τη νομιμότητα πράξεων που σχετίζονται με το λεγόμενο «πολιτικό χρήμα»

(π.χ. χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, χρηματοδότηση του εκλογικού αγώνα,

αλλά και περιπτώσεις που υπάγονται στον όρο «διαπλοκή»).

2. H ΑΠΟΔΟΧΗ Ή MH του θεσμού της συνταγματικής δικαιοσύνης ανήκει στα

θεμελιώδη ερωτήματα που αναφέρονται στη λειτουργία της δημοκρατικής Πολιτείας.

Έτσι κι αλλιώς οι σημαντικότεροι θεωρητικοί στην Ευρώπη συγκρούονται πάνω στο

θέμα αυτό, αλλά αποτελεί και γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες της

Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργούν – έστω και με διαφορετικές σε κάθε κράτος

αρμοδιότητες – Συνταγματικά Δικαστήρια. Παρ’ όλ’ αυτά έχω επιφυλάξεις.

3. ΓΙΑ NA ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ κανείς στο ερώτημα, αν είναι υπέρ ή κατά της

ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, πρέπει προηγουμένως να αποσαφηνίσει τι

σημαίνει ουσιαστικά η θέσπισή του για μια δημοκρατική Πολιτεία.

4. ΚΑΤΑΘΕΤΩ λοιπόν τη δική μου θέση: Πιστεύω ότι με την εισαγωγή αυτού

του θεσμού συντελείται βαρυσήμαντη μεταρρύθμιση, στο μέτρο που αλλοιώνεται

δραματικά η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και, πιο συγκεκριμένα, η

παραδοσιακή σχέση μεταξύ της δικαστικής και της νομοθετικής λειτουργίας.

α) Αυτό είναι προφανές, αφού με την τελεσίδικη δικαστική κρίση για τη

συνταγματικότητα ενός νόμου περιορίζεται αισθητά η πρωταρχικότητα της

πολιτικής απόφασης, δηλαδή η πρωταρχικότητα της επιλογής του νομοθέτη.

β) Εύλογα όμως στο σημείο αυτό θα αντιτείνει κάποιος πως και τώρα,

βέβαια, που δεν έχουμε Συνταγματικό Δικαστήριο, ο κάθε δικαστής, που κρίνει

τον νόμο που καλείται να εφαρμόσει στη συγκεκριμένη υπόθεση ως

αντισυνταγματικό, μπορεί να αρνηθεί την εφαρμογή του χωρίς όμως η κρίση του

αυτή να ακυρώνει τον νόμο (ο λεγόμενος παρεμπίπτων και διάχυτος έλεγχος).

Γιατί εδώ «δεν» παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών;

γ) Απαντώ: Με το παρόν σύστημα του παρεμπίπτοντος και διάχυτου ελέγχου,

σε αντίθεση με το σύστημα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο δρόμος μένει

ανοιχτός για μια διαφορετική ερμηνεία του νόμου στο μέλλον σε άλλη υπόθεση από

άλλον (ή και από τον ίδιο) δικαστή. Το ισχύον σύστημα ελέγχου του

παρεμπίπτοντος και διάχυτου ελέγχου επομένως επιτρέπει την εξέλιξη της

ερμηνείας του νόμου ανάλογα με την εξέλιξη τόσο της περί δικαίου κοινωνικής

συνείδησης όσο και της ιστορικής εξέλιξης.

δ) Τελικά: Το «ναι» ή το «όχι» στον θεσμό του Συνταγματικού Δικαστηρίου

σημαίνει επιλογή ανάμεσα στην για πολλούς απολαυστική οριστικότητα και την για

άλλους μια συναρπαστική εκκρεμότητα και εξελιξιμότητα που – κατά τη γνώμη μου

– διασφαλίζει την ελευθερία στο διαχρονικό της νόημα.

5. ΔΕΧΟΜΑΙ ότι εν όψει του βαθμού της αναξιοπιστίας στην οποία έχει

περιέλθει το πολιτικό μας σύστημα (δημόσια εξουσία, πολιτικά κόμματα,

τηλεοπτική εξουσία, Εκκλησία κ.λπ.) το όραμα μιας «Πολιτείας των

(συνταγματικών) δικαστών» δεν είναι ούτε αδιανόητο ούτε αντιδημοκρατικό. Κι

αυτό γιατί είναι σαφής η επιδίωξη όσων σκέφθηκαν αυτήν τη λύση να καταστήσουν

την πολιτική ηθική και την πολιτική εντιμότητα, στο μέτρο που οι παραβάσεις

τους δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του κοινού Ποινικού Δικαίου, υπόθεση ενός

υπερ-δικαστηρίου. Δικαστικοποιούν βέβαια έτσι το θέμα της πολιτικής

αναξιοπιστίας. Αντιλαμβάνομαι την άποψη αυτή ως έκφραση μιας εύλογης

απελπισίας και ως αναζήτηση διεξόδου από τη δεινή θέση εις την οποία έχει

περιέλθει η όλη πολιτική διαδικασία στη συνείδηση των πολιτών αυτής της χώρας.

6. KAI ΟΜΩΣ ΔΕΝ αισθάνομαι ούτε επιστημονικά, ούτε πολιτικά τη

δυνατότητα να υιοθετήσω τη δικαστική μέθοδο αντιμετώπισης του αδιεξόδου. Και

αυτό για τους εξής, μεταξύ άλλων, λόγους:

α) Και το δικαστικό μας σώμα που αναμφίβολα περιλαμβάνει πολλούς και

έξοχους δικαστές, είναι και αυτό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας

όμως που μετέχει στη δημιουργία της πολιτικής αναξιοπιστίας ή, πάντως, την

αποδέχεται και τη συντηρεί. Δεν είναι άμοιρο επομένως ούτε αυτό κάποιων

ευθυνών. Τότε όμως πού στηρίζουμε την αισιοδοξία ότι αν η δικαστική εξουσία

αποκτήσει κορυφαίες και τελεσίδικες αρμοδιότητες και στο πεδίο των πολιτικών

επιλογών, είναι βέβαιον ότι θα λειτουργήσει βελτιωτικά;

β) Και μια δεύτερη ανησυχία: Αν σε κάποιες στιγμές που η κρίση της

αναξιοπιστίας ξεπερνά ακόμη και το όριο που η ίδια η κοινωνία δέχεται, υπάρχει

ο κατάλληλος μηχανισμός (οι επόμενες εκάστοτε εκλογές) που μπορεί να

λειτουργήσει ως κύρωση, ως ανανέωση ή και ως αποστράτευση προσώπων. Αντιθέτως,

η παντοδυναμία των ισόβιων συνταγματικών Δικαστών πώς θ’ αντιμετωπίζεται;

Ασφαλώς οι συνταγματικοί δικαστές θα εκλέγονται δημοκρατικά, αλλά η διάρκεια

του αξιώματός τους και η δυσχέρεια εξεύρεσης τόσων προσώπων «κοινής αποδοχής»

μπορεί να αποτελέσει, ειδικά στην Ελλάδα, κίνδυνο που δεν θα ‘πρεπε να

υποτιμηθεί κατά τη συζήτηση για την εισαγωγή του θεσμού του Συνταγματικού

Δικαστηρίου.

7. ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΩ εκ των προτέρων την αντίρρηση, ότι κάθε θεσμός εμπεριέχει

και τον κίνδυνο της δυσλειτουργίας του. Βέβαια, ομολογώ πως ισχύει και το

αντίστροφο: δεν μπορεί η μη εισαγωγή ενός θεσμού να μην έχει και αυτή τα

μειονεκτήματά της. Προσωπικά καταλήγω πως η αναξιοπιστία της Πολιτείας μας δεν

γιατρεύεται με ένα Συνταγματικό Δικαστήριο. H ίδια η ελληνική κοινωνία δεν

μπορεί παρά κάποτε να αναπτύξει μία νέα δυναμική, δεν μπορεί παρά να έλθει η

ώρα της ανάκαμψης του πολιτικού πολιτισμού στη χώρα μας. Και μάλιστα χωρίς

έναν «δερβέναγα». Έναν «δερβέναγα» που ασφαλώς είναι δημιούργημα του

ευρωπαϊκού δημοκρατικού συνταγματικού πολιτισμού, που ασφαλώς συναντάμε σε

πολλές Δημοκρατίες, που ασφαλώς δεν συνιστά ανωμαλία. Πάντως έναν «δερβέναγα».

8. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ τους λόγους, με σεβασμό στα αντίθετα επιχειρήματα

και με επίγνωση των αδυναμιών της αρνητικής μου τοποθέτησης, καταλήγω στο

συμπέρασμά μου: Δεν συνηγορώ υπέρ μιας ελληνικής Πολιτείας των δικαστών. Θα

βγει πέρα η υπόθεση της ελληνικής Δημοκρατίας και χωρίς «δερβέναγα»!

O Δημήτρης Θ. Τσάτσος, είναι καθηγητής τού Συνταγματικού Δικαίου