Μήπως ο Πρωθυπουργός K. Καραμανλής μιμείται επικίνδυνα το μοντέλο της

«αυτοκρατορικής προεδρίας» (Imperial Presidency) που προσπαθεί να επιβάλει ο

πρόεδρος Μπους στην Αμερική; Γιατί διατυπώνω αυτή την παρατήρηση; Γιατί η

σημερινή ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί άγαρμπα να καθυποτάξει τη δικαστική

εξουσία στο πολιτικό της άρμα (όπως διαφαίνεται περίτρανα και από τη θλιβερή

υπόθεση του X. Μαρκογιαννάκη).

Σε αυτό το κείμενο θα αποδείξω συνοπτικά ότι οι δικονομικές διαφωνίες τού

παραιτηθέντος υφυπουργού με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν έχουν κανένα

σοβαρό έρεισμα στον νόμο και αποτελούν μάλλον το πηγαίο απαύγασμα μιας

αυταρχικής «κοσμοαντίληψης», που δεν πιστεύει στη ιδεολογία της διάκρισης των

εξουσιών, η οποία είχε διατυπωθεί ήδη από τα χρόνια του Μοντεσκιέ.

Ωστόσο, προηγουμένως θα ήθελα να ξεκαθαρίσω το εξής πράγμα: δεν

συνηγορώ σε καμία περίπτωση υπέρ μιας ακατανόητης ενδυνάμωσης της εξουσίας

των δικαστών, που μπορεί να προλειάνει τον δρόμο στους διάφορους

«Μπερλουσκόνηδες».

Ούτε αποδέχομαι τη γνωστή θεωρητική άποψη του Ronald Dworkin, που είναι

υπέρμαχος της πρωτοκαθεδρίας της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, στην οποία απονέμει

επικίνδυνα τον ρόλο του ερμηνευτή τού πολιτικού ήθους της εκάστοτε κοινωνίας

(Ch. Mouffe, «Το δημοκρατικό παράδοξο»).

Όλα αυτά όμως που συμβαίνουν εδώ και δύο χρόνια στον χώρο της δικαιοσύνης

αποκαλύπτουν συστηματικά την καταστρεπτική τάση της σημερινής κυβέρνησης να

διαμορφώσει μια ιδιόμορφη σχολή υποταγμένων δικαστών.

Έτσι, ποιος μπορεί άραγε να ξεχάσει ότι ο υπουργός της Δικαιοσύνης είχε

προσπαθήσει πριν από έναν χρόνο να επιβάλει εντελώς απαράδεκτα στον εισαγγελέα

του Αρείου Πάγου την άσκηση ενός ενδίκου μέσου στην εύφλεκτη υπόθεση του

Χρηματιστηρίου;

Επιπλέον, ποιος μπορεί άραγε να λησμονήσει ότι το καλοκαίρι του 2005 ο ίδιος

υπουργός είχε καταργήσει αντιδημοκρατικά το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων

(δηλαδή τη δυνατότητα των δικαστικών λειτουργών να εκλέγουν αυτόνομα τις

διοικήσεις τους);

Σήμερα, τη σκυτάλη τούτη των αντιδημοκρατικών παρεμβάσεων παίρνει ο

παραιτηθείς(;) υφυπουργός Δημόσιας Τάξης, ο οποίος επικαλείται

προσχηματικά και κάποιες δικονομικές διαφωνίες.

Όλες αυτές οι ενστάσεις όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, νομικά αβάσιμες. Και θα

εξηγήσω σύντομα γιατί. Έτσι, στη σοβαρότερη υπόθεση των Πακιστανών ορθώς ο

εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διέταξε μια «συνολική» προκαταρκτική εξέταση,

ώστε να διερευνηθούν σε αυτήν συνδυασμένα όλες οι συναφείς υποθέσεις των

απαχθέντων (ή βασανισθέντων) μεταναστών.

Κάτι τέτοιο είχε τη δικονομική ευχέρεια να το παραγγείλει ο κ. Λινός και με

βάση το άρθρο 35 και με βάση το άρθρο 129 του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας.

Βεβαίως, προκαλεί κατάπληξη η ακατανόητη άρνηση της κυβέρνησης να αποδεχθεί

δημόσια ακόμη και το πραγματικό γεγονός των απαγωγών (όταν το αγγλικό δίκτυο

BBC προβάλλει συνεχώς αυτήν την εκδοχή). Στον ίδιο βαθμό είναι περίεργη και η

υποβάθμιση του ζητήματος από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Δικονομικά δικαιολογήσιμες όμως ήταν και οι διορθωτικές κινήσεις του

εισαγγελέα στις υπόλοιπες υποθέσεις. Όπως στην υπόθεση του περίεργου θανάτου

του στρατιώτη στον Έβρο, όπου ο κ. Λινός διαβίβασε απλώς το αίτημα για την

εκταφή του σώματος του στρατιώτη (κάνοντας προφανώς χρήση του άρθρου 24 του

Οργανισμού των Δικαστηρίων).

Με όλες αυτές τις καταγραφές δεν θέλω να ωραιοποιήσω τον ρόλο του εισαγγελέα

του Αρείου Πάγου, ο οποίος συνέβαλε ατυχώς σε μια κολοβή δικαστική κάθαρση,

που οδήγησε μονοσήμαντα στις γνωστές «ανθρωποθυσίες» των κατώτερων δικαστών

(όχι όμως και των ανώτερων).

Εδώ επιθυμώ απλώς να παρουσιάσω τον ολισθηρό δρόμο τον οποίο βαδίζει η

ελληνική κυβέρνηση, αφού προφανώς στοχεύει σε μια (ιδεολογικά) ελεγχόμενη

δικαιοσύνη. Υπό αυτήν την έννοια, οι ανώτεροι δικαστές δεν πρέπει να

επιλέγονται από την εκάστοτε πολιτική εξουσία (πράγμα το οποίο δεν προτείνει

αδικαιολόγητα ο Πρωθυπουργός στις προτάσεις του για τη συνταγματική

αναθεώρηση).

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; H κυβέρνηση δεν έχει λάβει μια «λευκή

επιταγή» από την ελληνική κοινωνία για να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ελέγχεται.

Επιπλέον «οποιαδήποτε σοβαρή ανισορροπία ανάμεσα στην εκτελεστική και τη

δικαστική εξουσία αποτελεί τρανταχτό σύμπτωμα πολιτειακής διαφθοράς

(«Hardt-Negri»)!

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ