Συμπληρώνονται σήμερα δέκα χρόνια αφ’ ότου η Κοινοβουλευτική Ομάδα του

ΠΑΣΟΚ επέλεξε ως πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, τον Ιανουάριο του 1996. H

επέτειος αυτή προσφέρεται για αποτιμήσεις. Θα επιχειρήσω μερικές, γιατί

πιστεύω ότι μπορεί να φανούν χρήσιμες για το τώρα. Προ πάντων, όμως, θα

αναζητήσω το «στίγμα» της οκταετίας.

Ιανουάριος 1996. H πρώτη κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη

Το πώς ο K. Σημίτης νίκησε εκείνο το απόγευμα, ενόσω μόνο το ένα τρίτο των

βουλευτών του ΠΑΣΟΚ τον υποστήριζε, είναι μια ιστορία που δεν έχει γραφεί

ακόμη. Αν πάντως κρίνει κανείς εκ του αποτελέσματος, όσοι τον ψήφισαν για

πρωθυπουργό στις 18.1.1996 και για πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ λίγους μήνες αργότερα

έκαναν τη σωστή επιλογή: το κόμμα τους κέρδισε τις εκλογές του 1996 και του

2000 και έτσι πέτυχε τρεις συνεχόμενες εκλογικές νίκες. Κάτι που, έως τότε,

κανένα άλλο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα δεν είχε καταφέρει, εκτός από το

σουηδικό. Προ πάντων, όμως, επί Σημίτη, το ΠΑΣΟΚ συνέδεσε τις τύχες του με

μιαν από τις πιο ανοδικές περιόδους της νεώτερης ιστορίας μας.

«Δεύτερη μεταπολίτευση» χαρακτήρισε τότε την εκλογή Σημίτη ο Γιάννης

Πρετεντέρης «H δεύτερη μεταπολίτευση. Προσωπικές σημειώσεις από μια

μεγάλη ανατροπή», Αθήνα, Πόλις, 1996. Θα ήταν πάντως λάθος αν η νίκη αυτή

ερμηνευόταν μόνον ως ρήξη με το παρελθόν. Όπως ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός

υπενθυμίζει στο πρόσφατο βιβλίο του, η ένταξή μας στην ΟΝΕ είχε επιλεγεί ως

«κεντρικός στόχος της εθνικής στρατηγικής» ήδη από το 1994 «Πολιτική για

μια δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004», Αθήνα, Πόλις, 2005, σ. 39. Όσο

για το Κυπριακό, χάρη και στον Γιάννο Κρανιδιώτη, η προσπάθεια να επιλυθεί

μέσω Βρυξελλών είχε και αυτή ξεκινήσει αρκετά πριν από τον Ιανουάριο του 1996.

Δείγματα απεγκλωβισμού

Ούτε όμως και το ΠΑΣΟΚ μετά την επάνοδό του στην εξουσία, το φθινόπωρο 1993,

ήταν το ίδιο. Μια νεώτερη γενιά στελεχών έφερνε έναν καινούργιον αέρα,

περισσότερο ευρωπαϊκό και προσγειωμένο στα πράγματα. Κοντολογίς, λησμονώντας

πιο γρήγορα απ’ όσο θα περίμενε κανείς τις νωπές τότε ακόμη παραπομπές στο

Ειδικό Δικαστήριο, αλλά και τις ακόμη νωπότερες λαοσυνάξεις για το Μακεδονικό,

το Κίνημα είχε αρχίσει να δίνει δείγματα απεγκλωβισμού από τα στερεότυπα της

πρώτης κυβερνητικής του θητείας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Δ. Τσοβόλας το

εγκατέλειψε εκείνην ακριβώς την εποχή, δηλαδή προτού αναλάβουν το πηδάλιο οι

«εκσυγχρονιστές».

Το βέβαιο είναι ότι ο K. Σημίτης βρέθηκε τότε πιο έτοιμος από κάθε άλλον

Έλληνα πολιτικό να εκφράσει τη βαθύτερη αλλαγή που είχε συντελεσθεί σε

συμπεριφορές και νοοτροπίες. Από το τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε

αντιταχθεί ανοιχτά στον λαϊκισμό. Βλ. την εισαγωγή του στον τόμο των N.

Μουζέλη, Θ. Λίποβατς, M. Σπουρδαλάκη, «Λαϊκισμός και πολιτική», Αθήνα,

Γνώση, 1989, σ. 9-18. Την ίδια εποχή διατύπωσε και την πρότασή του για τον

εκσυγχρονισμό.

«Μέσο για την ανάπτυξη», ο εκσυγχρονισμός δεν ήταν για τον K. Σημίτη απλή

μεταφύτευση ξένων προτύπων. Τουναντίον, διεύρυνε τις δυνατότητες της ελληνικής

κοινωνίας «να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της εξέλιξής της και να καθοδηγεί

τις λύσεις τους» «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας»,

Αθήνα, Γνώση, 1989, σ. 21. Ο μετ’ ολίγον πρωθυπουργός μπόρεσε έτσι να

διοχετεύσει το απόθεμα ενεργητικότητας που είχε συσσωρεύσει μια μακρά περίοδος

αδράνειας και ακινησίας προς στόχους δημιουργικούς και κάποτε ανατρεπτικούς.

Έτσι, τον Νοέμβριο του 1994, αν και υπουργός ακόμη του Ανδρέα Παπανδρέου,

περιέγραφε τον εκσυγχρονισμό με πολεμικούς όρους. Δεν είναι, όπως τόνιζε, μια

θεωρητική έννοια, κατάλληλη μόνον για ακαδημαϊκές αναλύσεις. Είναι «η κλαγγή

της αντιπαράθεσης με πολιτικές ομάδες και πρόσωπα που έχουν περιορίσει την

πολιτική λειτουργία στη διαχείριση και νομή της εξουσίας, αντιλαμβάνονται την

πολιτική ως τακτική και δρουν συντηρητικά […]. Εμείς, διευκρίνιζε, θέλουμε

να αλλάξουμε περιεχόμενο, λειτουργίες, δομές. Επιτέλους, το σημαίνον να

αντιστοιχεί στο σημαινόμενο και η ελληνική κοινωνία να αποκτήσει μια άλλη

δυναμική». Ομιλία στο συνέδριο που διοργάνωσε στο LSE, στο Λονδίνο, η ΕΛΕΜΕΠ,

τον Νοέμβριο του 1994, για τα εικοσάχρονα της Μεταπολίτευσης του 1974.

Δημοσιεύεται στο βιβλίο του K. Σημίτη, «Για μια κοινωνία ισχυρή, για

μια ισχυρή Ελλάδα», Αθήνα, Πλέθρον, 1995, σ. 109.

Απολογισμός

Το έργο της οκταετίας 1996-2004 δικαίωσε άραγε τις προσδοκίες όσων είδαν στο

πρόσωπο του K. Σημίτη τον αυθεντικότερο φορέα του νέου πνεύματος;

Κατά τη γνώμη μου, το μείζον επίτευγμα της τότε διακυβέρνησης ήταν η νέα

αντίληψη που επέβαλε στη χάραξη και προ πάντων στην άσκηση της εξωτερικής

πολιτικής. Είτε πρόκειται για το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, είτε για τη

θέση της χώρας μας στα Βαλκάνια, η περίοδος εκείνη έδειξε πώς μια μικρή χώρα

σαν την Ελλάδα έχει περιθώρια, με σχέδιο και ευέλικτη τακτική, όχι μόνον να

προβάλλει και να υπηρετεί τα συμφέροντά της, αλλά και να συμβάλλει στην

επίλυση διεθνών κρίσεων.

H αναβάθμιση αυτή της διεθνούς θέσης της χώρας αντανακλούσε τα δύο μείζονα

επιτεύγματα της ίδιας περιόδου στο εσωτερικό της χώρας: Από τη μια, την

επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ, που επέτρεψε την έγκαιρη ένταξή μας στην

ΟΝΕ. Και, από την άλλη, την πετυχημένη προετοιμασία και διεξαγωγή των

Ολυμπιακών Αγώνων. Επρόκειτο για δύο εξαιρετικά φιλόδοξους, σχεδόν παράτολμους

στόχους, που ανάλογους – αν εξαιρέσει κανείς την ένταξη στην ΕΟΚ, το 1981 – η

νεώτερη Ελλάδα δεν είχε θέσει στον εαυτό της εδώ και πολλές δεκαετίες. H

επίτευξή τους έδωσε στη χώρα την αυτοπεποίθηση που της έλειπε.

Από εκεί και πέρα, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η νέα αυτή δυναμική

μπορούσε να αποτυπωθεί και σε επίπεδο θεσμών ώστε, υπό κατάλληλες συνθήκες, να

μακροημερεύσει. Αν δηλαδή, πέρα από τα διεκυβεύματα, ο εκσυγχρονισμός μπορούσε

να βελτιώσει και τους κανόνες του παιχνιδιού.

Ατελέσφορα μέτρα

Στο κεφάλαιο αυτό, ο απολογισμός τής οκταετίας δεν έχει μόνο θετικές σελίδες.

Ύστερα από μια περίοδο σημαντικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες επέβαλε εν

πολλοίς η ανάγκη προσαρμογής στο ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο (ίδρυση

ανεξάρτητων αρχών, διαγωνισμοί δημόσιων έργων κ.ά.), έχει κανείς την εντύπωση

ότι, μετά το 2000, τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν αποσπασματικά και δεν είχαν

μελετηθεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Εν πάση περιπτώσει, αποδείχθηκαν

ατελέσφορα. Έτσι, ούτε οι (θεωρητικώς ορθές) νομοθετικές πρωτοβουλίες κατά της

διαφθοράς απέδωσαν ούτε η διοικητική δράση κατέστη πιο διάφανη και

αποτελεσματική (με πιθανή εξαίρεση τα ΚΕΠ και ίσως το ΑΣΕΠ). Όσο για την

ιδιωτική τηλεόραση παρέμεινε ανέλεγκτη και η εκπαιδευτική πολιτική

εγκλωβισμένη στην ακινησία όπου την είχε καθηλώσει η μάχη των συμφερόντων.

Τέλος, σε επίπεδο συνταγματικής μεταρρύθμισης, αν και ο K. Σημίτης είχε πλήρη

συνείδηση των αδιεξόδων στα οποία μπορούσε να οδηγήσει μια αναθεώρηση χωρίς

πρόγραμμα και στόχους [βλ. το εν πολλοίς προφητικό άρθρό του στο «Βήμα» της

5.2.1995, λίγο μετά την εξαγγελία της επακολουθήσασας (κακής) αναθεώρησης από

τον A. Παπανδρέου], το 2001 άφησε να ενσωματωθούν στο Σύνταγμα ατυχέστατες

ρυθμίσεις. Γιατί άραγε συνέβη αυτό; Μήπως διότι, σε αυτά τα πιο «πεζά» και

«άχαρα» ζητήματα της καθημερινής διακυβέρνησης, ο εκσυγχρονισμός δεν είχε

εξίσου επεξεργασμένες προτάσεις; Ή μήπως γιατί ο K. Σημίτης δεν προλάβαινε να

σκύψει ο ίδιος επάνω τους, με την επιμονή και το πείσμα που έδειξε στον

χειρισμό άλλων θεμάτων;

«Δεν είμαστε καταδικασμένοι στη μιζέρια!»

ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ το τελευταίο βιβλίο του, τον περασμένο Νοέμβριο, ο K.

Σημίτης χρησιμοποίησε μια φράση που έκτοτε μου εντυπώθηκε: «Δεν είμαστε

καταδικασμένοι στη μιζέρια!». Νομίζω ότι η φράση αυτή δίνει ζωντανότερα από

κάθε άλλη το στίγμα της περιόδου 1996-2004: με πρόγραμμα και τόλμη, μπορεί να

γίνουν βήματα μπροστά. Ταυτόχρονα, οι λέξεις αυτές αποτελούν και την καλύτερη

παρακαταθήκη ενός ηγέτη που, με την απόσταση που έχει πλέον πάρει από τα

πράγματα, είναι σε θέση να συμβουλεύει σοφότερα φίλους, λιγότερο φίλους, μα

και αντιπάλους.