«Αναμενόμενος» και μάλιστα… «καθυστερημένος» ήταν ο χθεσινός σεισμός,

σύμφωνα με αρκετούς σεισμολόγους – που δήλωναν μάλιστα ότι τον είχαν

προβλέψει. Άλλοι επιστήμονες αμφισβητούσαν αυτές τις δηλώσεις – χωρίς ωστόσο

να εκδηλωθεί ανοικτή «κόντρα σεισμολόγων», όπως είχε συμβεί ύστερα από άλλους

σεισμούς, στο παρελθόν.

Σύμφωνα με τα όσα είπε στα «NEA» ο διευθυντής του Σεισμολογικού Εργαστηρίου

του Πανεπιστημίου της Πάτρας, κ. Άκης Τσελέντης, «με δεδομένο ότι η ίδια

περιοχή είχε δώσει σεισμό 7,9 Ρίχτερ το 1903, ο χθεσινός σεισμός ήταν

αναμενόμενος εδώ και δεκαπέντε έως είκοσι χρόνια· και με αυτή την έννοια

ήταν… καθυστερημένος».

«Περιμέναμε ότι σε αυτό το ρήγμα θα εκδηλωνόταν μεγάλος σεισμός. Δημοσιεύσαμε

άλλωστε και σχετική εργασία στο επιστημονικό περιοδικό «Bulletin of the

Seismological Society of America»», αλλά πέσαμε λίγο έξω στον χρόνο που θα

εκδηλωνόταν. Είχαμε προβλέψει ότι θα γινόταν λίγο νωρίτερα», ανέφερε στα «NEA»

ο ομότιμος καθηγητής Σεισμολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,

κ. B. Παπαζάχος. Όπως είπε, η πρόβλεψη έγινε με τη μέθοδο της βραχυπρόθεσμης

πρόβλεψης σεισμών που εφαρμόζουν τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες στο ΑΠΘ.

Ανέμεναν, έτσι, ότι στο Δυτικό τμήμα του «ελληνικού τόξου» επρόκειτο να

σημειωθεί κάποιος μεγάλος σεισμός.

Οι επιστήμονες του Εργαστηρίου Σεισμολογίας του TEI Κρήτης ανέφεραν επίσης ότι

στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Γεωφυσικής Ένωσης το 2002, στη Γαλλία, είχαν

προβεί σε εκτιμήσεις για την εκδήλωση σεισμού μεγέθους από 6,7 έως 7,4 Ρίχτερ

στη συγκεκριμένη περιοχή. Όπως είπε στα «NEA» ο διευθυντής του Εργαστηρίου

Γεωφυσικής και Σεισμολογίας του TEI Κρήτης, κ. Φ. Βαλλιανάτος, «στον

συγκεκριμένο εστιακό χώρο, το Εργαστήριό μας είχε προσδιορίσει εδώ και δύο

χρόνια το αναμενόμενο μέγεθος. Μάλιστα είχε περιγράψει ακριβώς την

ακτινοβόληση της σεισμικής ενέργειας».

«Στα μέσα του 2005»

Ο κ. Βαλλιανάτος μάλιστα, πιο συγκεκριμένα, ανέφερε: «Με ανακοίνωση που είχαμε

κάνει πριν από δύο χρόνια στο Ευρωπαϊκό Γεωφυσικό Συνέδριο και στο Συνέδριο

της Ελληνικής Γεωφυσικής Εταιρείας, τον Απρίλιο του 2004, λέγαμε ότι

αναμενόταν σεισμός στην περιοχή για το συγκεκριμένο ρήγμα, μετά τα μέσα του

2005, με μέγεθος 7,1 Ρίχτερ, συν – πλην 0,4. Προγενέστερη ανάλογη εκτίμηση

είχαμε κάνει στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Γεωφυσικής Ένωσης, το 2002 και είχε

δημοσιευθεί στο έγκριτο ευρωπαϊκό περιοδικό «Φυσικές Καταστροφές και

Γεωσυστήματα» το 2003».

Σύγχυση

13.42′: Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο της Αθήνας ανακοινώνει μέγεθος του

σεισμού 6,4 Ρίχτερ και εστιακό βάθος του επικέντρου στα 70 χιλιόμετρα.

13.44′: Το Εργαστήριο Γεωφυσικής της Θεσσαλονίκης ανακοινώνει μέγεθος

6,9 Ρίχτερ και εστιακό βάθος 30 χιλιόμετρα.

14.11′: Νέα ανακοίνωση από την Αθήνα αναφέρει ότι ο σεισμός ήταν της

τάξεως των 6,9 Ρίχτερ. Επιμένει για το εστιακό βάθος.

14.30′: Από τη Θεσσαλονίκη αναφέρονται σε σχεδόν «επιφανειακό σεισμό»

αφού το εστιακό βάθος τοποθετείται στα 30 χιλιόμετρα.

20.15′: Οι επιστήμονες του Εργαστηρίου Γεωφυσικής της Θεσσαλονίκης

γνωστοποιούν – μέσω των τηλεοπτικών καναλιών – ότι το εστιακό βάθος του

σεισμού ήταν μεταξύ 50 και 70 χιλιομέτρων.

Αντιφατικές πληροφορίες

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ως προς το μέγεθος και το εστιακό βάθος του

σεισμού έδιναν μέχρι αργά το απόγευμα το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του

Αστεροσκοπείου Αθηνών και το Εργαστήριο Γεωφυσικής του Αριστοτελείου

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί σύγχυση. Αρχικά,

από την Αθήνα ανακοινώθηκε ότι ο σεισμός ήταν εντάσεως 6,4 Ρίχτερ, εκτίμηση η

οποία γρήγορα διορθώθηκε στα 6,9 Ρίχτερ – κάτι που εξ αρχής είχε ανακοινωθεί

από τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, έως αργά το απόγευμα το Εργαστήριο Γεωφυσικής

Θεσσαλονίκης «επέμενε» ότι το επίκεντρο του σεισμού βρισκόταν σε βάθος 50

χιλιομέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ αργότερα αναφέρθηκε ότι το

εστιακό βάθος ήταν περίπου τριάντα χιλιόμετρα. Έκαναν λόγο, στην

πραγματικότητα, για έναν επιφανειακό σεισμό και «προετοίμαζαν» έτσι τους

πολίτες για «χορό» μετασεισμών, που θα μπορούσαν να έχουν μέγεθος έως και 6

Ρίχτερ. Ένας επιφανειακός σεισμός, επιπλέον, θα είχε ως συνέπεια πολλαπλάσιες

καταστροφές για τις κατοικημένες περιοχές.