Τα επιτόκια ήταν κάποτε το πεδίο ανταγωνισμού των τραπεζών στα στεγαστικά

δάνεια. Όσο το διεθνές κόστος δανεισμού μειωνόταν, οι τράπεζες έσπευδαν να

μειώσουν και τα δικά τους επιτόκια, προκειμένου να προσελκύσουν όσο το δυνατόν

περισσότερους δανειολήπτες. Σήμερα, με το επιτοκιακό καθεστώς να έχει

παραμείνει σταθερό τα τελευταία χρόνια, οι τράπεζες αναζητούν άλλες λύσεις.

Τώρα πια δελεάζουν τους καταναλωτές μειώνοντας ή αφαιρώντας έξοδα και

προμήθειες που οι ίδιες είχαν εξ αρχής επιβάλει στα δάνεια. Οι επιβαρύνσεις

αυτές, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν τα 1.500 ευρώ, «χαρίζονται»

στους καταναλωτές, προκειμένου να τους ωθήσουν προς τη μία ή την άλλη τράπεζα.

Έξοδα φακέλου, νομικός και τεχνικός έλεγχος, έξοδα έγκρισης και προέγκρισης,

είναι τα πιο βασικά «καπέλα» που επιβάλλουν οι τράπεζες στα στεγαστικά δάνεια

-και που τώρα, μέσω «προσφορών», αναιρούν. Με άλλα λόγια, κάνουν την ανάγκη…

φιλοτιμία, στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν πελάτες, αλλά χωρίς να ρίχνουν

τα περιθώρια κέρδους τους.

Χαμηλώνουν το κόστος

Έτσι, σήμερα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δημιουργούν, το ένα μετά το άλλο,

ειδικά προϊόντα ή αφαιρούν τα έξοδα από τα υπάρχοντα στεγαστικά, χαμηλώνοντας

το συνολικό κόστος. Επιπλέον, με τη «μεταφορά» των στεγαστικών να «κερδίζει

πόντους» και στην Ελλάδα, αρκετές τράπεζες, όχι μόνο δεν χρεώνουν έξοδα για

όσους φέρουν σε αυτές το παλιό τους δάνειο, αλλά και καλύπτουν ένα μέρος από

το κόστος της εγγραφής της νέας υποθήκης.

Εντούτοις, αν και το ποσό των εξόδων που αφαιρούν οι τράπεζες είναι υψηλό,

βασικό κριτήριο για την επιλογή ενός στεγαστικού δανείου παραμένει το

επιτόκιο. Και αυτό, διότι διαφορά ακόμα και 25 μονάδων βάσης σε ένα

μακροχρόνιο στεγαστικό «μεταφράζεται» σε τόκους πολύ υψηλότερους από το σύνολο

των εξόδων. Έτσι, οι υποψήφιοι δανειολήπτες, πριν επιλέξουν τράπεζα, θα πρέπει

να υπολογίσουν, όχι μόνο τα κέρδη από τις προσφορές, αλλά και -κυρίως -το

συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του δανείου.

Οι κινήσεις τους

H πιο πρόσφατη κίνηση στο «μέτωπο» των προσφορών ανήκει στην Εθνική Τράπεζα,

που ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν θα επιβαρύνει με έξοδα έγκρισης, δικηγόρου και

μηχανικού τα στεγαστικά δάνεια για τα οποία θα κατατεθούν αιτήσεις έως τις 10

Αυγούστου. Αυτό σημαίνει πρακτικά για τον δανειολήπτη συνολικό κέρδος που

φτάνει τα 1.650 ευρώ. Σε ό,τι αφορά το επιτοκιακό καθεστώς και τους λοιπούς

όρους του δανείου ισχύουν τα δεδομένα των υπόλοιπων στεγαστικών της τράπεζας.

Την ίδια ακριβώς προσφορά έχει κάνει και η Τράπεζα Κύπρου, η οποία, με τη

σειρά της, δεν χρεώνει το στεγαστικό δάνειο «Δικό μου» με έξοδα δανείου,

δικηγόρου και μηχανικού για αιτήσεις που θα υποβληθούν μέχρι τις 31 Ιουλίου.

Το κέρδος για τον δανειολήπτη είναι αντίστοιχο με αυτό της Εθνικής και ξεπερνά

τα 1.500 ευρώ.

Στο «μέτωπο» της μεταφοράς των στεγαστικών δανείων, η HSBC, προκειμένου να

δελεάσει πελάτες του ανταγωνισμού, χορηγεί ειδικό στεγαστικό δάνειο για

μεταφορά υπολοίπου επιστρέφοντας όλα τα έξοδα προσημείωσης με μέγιστο τα 3.000

ευρώ.

H Novabank, αντίστοιχα, διαθέτει ειδικό στεγαστικό δάνειο αποπληρωμής χωρίς

έξοδα αιτήματος δανειoδότησης και με πληρωμή των εξόδων προσημείωσης κατά 50%

από την τράπεζα.

Το επιτόκιο είναι ακόμη το «κλειδί»

Αν και τα οφέλη αυτά είναι σημαντικά, στην πραγματικότητα δεν συγκρίνονται με

τις διαφορές που μπορεί να κάνει μια -έστω και μικρή -διαφορά στα επιτόκια.

Για παράδειγμα, ένα δάνειο 150.000 ευρώ με τελικό επιτόκιο 4% και διάρκεια

αποπληρωμής τα 20 χρόνια επιβαρύνεται με συνολικούς τόκους 68.153 ευρώ και η

μηνιαία δόση ανέρχεται σε 908,97 ευρώ. Αν, στο ίδιο δάνειο, το επιτόκιο

αυξηθεί στο 4,25%, η επιβάρυνση από τόκους ανέρχεται στα 72.942 ευρώ -και η

μηνιαία δόση στα 928,85 ευρώ. Δηλαδή, μια άνοδος του επιτοκίου κατά μόλις 25

μονάδες βάσης μεταφράζεται σε διαφορά 4.771 ευρώ στους συνολικούς τόκους και

ξεπερνά κατά πολύ τα έξοδα που «χαρίζουν» οι τράπεζες στους δανειολήπτες.

Επομένως, ανεξάρτητα από τις προσφορές και τα δώρα, κυρίαρχο κριτήριο επιλογής

παραμένει το τελικό επιτόκιο του δανείου.