Ο τίτλος της ταινίας του Τζέιμς Μποντ φαίνεται ότι ανταποκρίνεται,

τουλάχιστον εν μέρει, στην περίπτωση των βρετανικών εφημερίδων μετά το

τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο και στο πώς είχαν μεταχειριστεί την Ελλάδα εν

όψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004.

Είναι γνωστό ότι η ικανότητα και η προετοιμασία της χώρας στο ζήτημα της

ασφάλειας μέχρι να διεξαχθούν οι Αγώνες είχε αντιμετωπιστεί με αρνητικά

δημοσιεύματα από τις περισσότερες ξένες εφημερίδες και με «πικρόχολα» σχόλια

και άρθρα από τον αγγλόφωνο Τύπο (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία). Όλες αυτές οι

επικρίσεις ανάγκασαν την Ελλάδα να υιοθετήσει ένα άνευ προηγουμένου – ως προς

το κόστος και το μέγεθος – πλάνο ασφαλείας. Στις βρετανικές εφημερίδες, η

εικόνα της Ελλάδας ήταν αυτή μιας χώρας που δεν είχε εξαλείψει το πρόβλημα της

τρομοκρατίας, παρά το γεγονός ότι είχε κληθεί να δαπανήσει για την ασφάλεια

των Αγώνων ποσό τρεις φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο που είχε δαπανηθεί

για τους του Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά· αναφέρω

ενδεικτικά κάποια από αυτά:

Λίγο πριν από τους Αγώνες, λόγω του τρομοκρατικού χτυπήματος στη Μαδρίτη, σε

άρθρο των «Times» (30/3/04) με τίτλο: «Οι Αμερικανοί αθλητές ίσως

μποϊκοτάρουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες», φιλοξενούνταν δηλώσεις της Αμερικανίδας

τενίστριας Σερένα Γουίλιαμς για το ενδεχόμενο απουσίας της από την Ολυμπιάδα

της Αθήνας, για λόγους ασφάλειας. Ανάλογοι φόβοι εκφράζονταν και από άλλους

Αμερικανούς αθλητές. Πάλι σε κύριο άρθρο των «Times» (13/4/04)

σημειωνόταν η ανάγκη να μην υπάρξει κανένας συμβιβασμός στο θέμα της ασφάλειας

των Ολυμπιακών Αγώνων και, αν θεωρηθεί επιτακτική ανάγκη, να ζητηθεί εκ μέρους

της ελληνικής πλευράς η συνδρομή και άλλων κρατών. Σε άλλο άρθρο (13/4/04) με

τίτλο «Ηττημένος, η ασφάλεια στον αγώνα της Αθήνας», τονιζόταν ότι οι

καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των ολυμπιακών έργων θα είχαν σοβαρό αντίκτυπο

στα μέτρα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων καθώς και ότι πρόθεση της Βρετανίας

ήταν η παρουσία οπλισμένων αστυνομικών για την προστασία των αθλητών της.

Μετά τη βομβιστική επίθεση στο Τμήμα της Καλλιθέας, τον Μάιο του 2004, άρθρο

των «Times» (6/5//04) τόνιζε ότι η αξιοπιστία των μέτρων ασφάλειας εν

όψει των Ολυμπιακών Αγώνων δέχθηκε βαρύ πλήγμα, σημειώνοντας παράλληλα την

εκτίναξη του κόστους της ασφαλιστικής κάλυψης των Αγώνων εξαιτίας του

περιστατικού. Για το ίδιο περιστατικό, ο «Guardian» (6/5//04) επεσήμανε

το πλήγμα κατά της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων, παρά τις καθησυχαστικές

δηλώσεις των Ελλήνων αξιωματούχων. Αναλόγου περιεχομένου ανταπόκριση

εφιλοξενείτο στους «Financial Times» (6/5//04) και την «Daily

Telegraph» (6/5//04), με ειδική επιπλέον αναφορά στο «ευάλωτο» λιμάνι του

Πειραιά.

Στο ίδιο σχεδόν κλίμα, κύριο άρθρο του «Guardian» (12/05/2004) με τίτλο

«Θρίαμβος και Καταστροφή», αναφερόταν στα πολλαπλά σενάρια τρομοκρατίας που

είχαν τότε κατακλύσει τον διεθνή Τύπο πριν από την έναρξη των Αγώνων,

θεωρώντας ότι πλέον το ενδεχόμενο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος είναι πιθανό

σε οποιαδήποτε παγκόσμια διοργάνωση και βαρύ φορτίο για οποιαδήποτε χώρα,

ιδιαίτερα για μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα.

H παρείσφρηση στο Ολυμπιακό Στάδιο Βρετανών δημοσιογράφων, με στόχο να

αποδείξουν ότι τα μέτρα ασφάλειας δεν ήταν επαρκή, έδωσε στη δημοσιογράφο των

«Times», Λόρα Πικ (14/05/2004, σε πρωτοσέλιδο άρθρο, που

αναδημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα «Australian», 15/05/2004) το

δικαίωμα να κάνει νύξεις για σοβαρές ελλείψεις στα ελληνικά μέτρα προστασίας

και για την ανευθυνότητα των ελληνικών Αρχών. H ίδια δημοσιογράφος σε άρθρο

της στην ίδια εφημερίδα (17/05/2004), με τίτλο: «Τοποθετούνται οι ολυμπιακοί

φράκτες, επιτέλους», επεσήμαινε τους νέους κινδύνους ασφαλείας με αφορμή τη

δολοφονία του Τσετσένου Προέδρου στο Γκρόζνι και τόνιζε ότι οι Έλληνες στο

θέμα της ασφάλειας εφησυχάζουν και δείχνουν να υποτιμούν νέα τρομοκρατικά μέσα

όπως οι εκρηκτικοί μηχανισμοί μεγάλης διάρκειας. Με αφορμή ένα άλλο

περιστατικό – αυτό της κλοπής πινακίδων από διαπιστευμένα αυτοκίνητα – αλλά

και τους ελλιπείς ελέγχους που είχαν γίνει στους εργαζομένους στις ολυμπιακές

εγκαταστάσεις προκειμένου να πάρουν διαπιστεύσεις πριν από τους Αγώνες, ο

δημοσιογράφος Χάρι ντε Γκέτεβιλ αποφαινόταν στο άρθρο του στην «Daily

Telegraph» – (05/08/04) με τίτλο «Αποκαλύφθηκε φιάσκο της Ολυμπιακής

ασφάλειας με κλεμμένες πινακίδες διαπιστεύσεων» – ότι αυτή η ολιγωρία μπορούσε

να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφέρουμε και άλλα πολλά αντίστοιχα παραδείγματα

και σε βάθος χρόνου. Αν η Ελλάδα κατόρθωσε, είτε από σχεδιασμό ή τύχη, να

ξεπεράσει με επιτυχία αυτό που θεωρούσαν οι «New York Times» (07/07/04)

ως «Το Ολυμπιακό τεστ του καλοκαιριού», δηλαδή την πρόκληση της ασφαλούς

διεξαγωγής των Αγώνων σε μια περίοδο έξαρσης της τρομοκρατίας, μπορούμε κι

εμείς να εγείρουμε το ερώτημα εάν οι τόσο συχνές κριτικές για την ασφάλεια της

Αθήνας, αποτελούσαν ένα είδος προβολής των φόβων των επικριτών της. Όμως,

«ποτέ μην ξαναπείς ποτέ…».

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και

MME του Πανεπιστημίου Αθηνών