Το Εργασιακό και το Ασφαλιστικό έρχονται και πάλι στην επικαιρότητα. Και τα

δύο θέματα προσφέρονται για αρνητικά συμπεράσματα όσον αφορά το πολιτικό

σύστημα. Τα συμπεράσματα, δε, γίνονται μελαγχολικά για τις αριστερές και

κεντροαριστερές δυνάμεις του, με δεδομένη την ταύτισή τους με το «κοινωνικό

ζήτημα».

Και τα συμπεράσματα είναι μελαγχολικά, αφού η εμπειρία των τελευταίων χρόνων

αποδεικνύει πως η αναβολή των μεταρρυθμίσεων ή η υπονόμευση και ακύρωσή τους

στην πράξη αποτελούν τον σίγουρο δρόμο για να επικρατήσουν, τελικά,

συντηρητικές λύσεις και επιλογές απορρύθμισης.

Το Εργασιακό, για το οποίο έχουν κατατεθεί και οι κυβερνητικές σκέψεις,

προσφέρεται για την εξήγηση των προηγουμένων αλλά και για προβλέψεις όσον

αφορά τα μελλούμενα στο Ασφαλιστικό.

H κυβέρνηση επιδιώκει τη μείωση του κόστους των υπερωριών και την

ελαστικοποίηση της εργασίας στη βάση του διευθυντικού δικαιώματος. Αλλάζει,

δηλαδή, το τοπίο που είχε δημιουργηθεί με τον σχετικό νόμο του 2000, ο οποίος

είχε προωθηθεί επί υπουργίας Γιαννίτση.

Ο νόμος αυτός είχε μειώσει τον εβδομαδιαίο χρόνο νόμιμης απασχόλησης και είχε

αυξήσει κατά πολύ το κόστος των υπερωριών. Ο στόχος της ρύθμισης ήταν να

αυξήσει την απασχόληση, αποθαρρύνοντας τη χρήση των υπερωριών και κάνοντας

έτσι πιο ελκυστική την πρόσληψη νέων εργαζομένων. Παράλληλα, θεσμοθετήθηκε το

ελαστικό ωράριο αλλά με οργανωμένη ρύθμιση και ανταλλάγματα. Οι επιχειρήσεις

με εποχικές διακυμάνσεις παραγωγής θα μπορούσαν να απασχολούν με διαφορετικά

ωράρια τους εργαζομένους αλλά κατόπιν συναίνεσης του συνδικάτου και με

αντάλλαγμα τη μείωση του χρόνου εργασίας.

Ο νόμος του 2000 ήταν μια απόπειρα «τρίτου δρόμου», ανάμεσα στην παραμονή στο

status quo στις εργασιακές σχέσεις και στην πλήρη απορρύθμισή τους. Είναι

πιθανό η απόπειρα να έπρεπε να συνοδευτεί και με άλλες, παράλληλες αλλαγές

στην αγορά εργασίας οι οποίες π.χ. να κάνουν – και με θετικό τρόπο – πιο

ελκυστικές τις προσλήψεις. Είναι, επίσης, πιθανό ο νόμος να προσέλαβε υπέρ το

δέον χαρακτήρα εκ των άνω ρύθμισης, όπως υποδηλώνουν και οι πληροφορίες για

αύξηση του «μαύρου υπερωριακού χρήματος».

Όμως δεν ήταν αυτού του τύπου τα προβλήματα που τον οδήγησαν σε αποτυχία. Οι

ρυθμίσεις για το ελαστικό ωράριο δεν εφαρμόστηκαν αφού υπήρξε άρνηση

συναίνεσης των συνδικάτων. Ο στόχος αύξησης της απασχόλησης δεν επετεύχθη,

αφού η ρύθμιση για τις υπερωρίες μπήκε εξ αρχής στο στόχαστρο του ΣΕΒ ενώ

συγκέντρωσε και τα πυρά της ΓΣΕΕ, ανεξαρτήτως αν η ρητορική έμφαση δινόταν στο

σύνολο του νόμου. H εξήγηση προφανώς βρίσκεται στο ενδιαφέρον της πρωτίστως

για τους insiders και το υπερωριακό τους εισόδημα και δευτερευόντως για τους

outsiders και το δικαίωμά τους στην εργασία. Αρωγός στις προαναφερθείσες

κοντόφθαλμες αντιλήψεις ήρθε και ο διάδοχος του κ. Γιαννίτση στο υπουργείο

Εργασίας, που «… μέσα από ειδικές εγκρίσεις, ακύρωσε εν μέρει τον νόμο,

εγκρίνοντας κάθε χρόνο (συνολικά) εκατομμύρια πρόσθετες ώρες υπερωριών…»

(Γιαννίτσης, «TA NEA» 26/04/05 ). Τελικά, η απενεργοποίηση του

νόμου έγινε κοινό αίτημα ΣΕΒ – ΓΣΕΕ στη διάρκεια των κατά καιρούς συζητήσεων

των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων.

Το αίτημα φαίνεται πως θα ικανοποιηθεί επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας αλλά

δεν πρόκειται να επιστρέψουμε στο προηγούμενο status, όπως ήταν ο

«επαναστατικός στόχος» της ΓΣΕΕ. Θα οδηγηθούμε στην απορρύθμιση των εργασιακών

σχέσεων για να αποδειχθεί με «πικρό» τρόπο το «αξίωμα», πως η αναβολή των

μεταρρυθμίσεων ή η υπονόμευσή τους στην πράξη αποτελούν τον σίγουρο δρόμο για

να επικρατήσουν, τελικά, συντηρητικές λύσεις.

Ανάλογα θα ισχύσουν, φοβούμαι, για το Ασφαλιστικό. H κυβέρνηση, βέβαια,

βρίσκεται σε σύγχυση για το θέμα και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, μέσω του

επιδιωκόμενου διαλόγου. Αργά ή γρήγορα, όμως, θ’ αναγκαστεί να πάρει κάποιες

αποφάσεις, με δεδομένη και την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση του

Ασφαλιστικού, βέβαια, ισχύει το σκέλος του αξιώματος περί αναβολής των

μεταρρυθμίσεων. Γιατί, τη δεύτερη τετραετία της κυβέρνησης Σημίτη δεν υπήρξε

μεταρρύθμιση αλλά μια εμβαλωματική και προσχηματική λύση. Είναι, άλλωστε,

ενδεικτικό ότι ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, ο οποίος υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής

εκείνης της – υποτιθέμενης – λύσης, πρόσφατα, δηλαδή, μόλις ύστερα από τρία

χρόνια, ανακάλυψε πως χρειάζεται 150% αύξηση του ποσού που εισφέρει κάθε χρόνο

ο προϋπολογισμός στο IKA για να αντέξει έως το 2030 (!!).

H ανακάλυψη αυτή του κ. Πολυζωγόπουλου είναι ενδεικτική για την ποιότητα της

λύσης που δόθηκε το 2002 και για την οξύτητα του προβλήματος. Όσο, λοιπόν,

καθυστερεί η παρέμβαση, γίνεται όλο και πιο πιθανό όταν αυτή υπάρξει να

δημιουργηθεί κύμα νοσταλγίας για την απόπειρα του 2001 επί υπουργίας Γιαννίτση

(!) H απόπειρα εκείνη κόστισε μια στρατηγική ήττα στην κυβέρνηση Σημίτη.

Επιπλέον, είχε πολλά προβλήματα στην ουσία της, αφού δεν εισήγαγε ένα νέο

ασφαλιστικό σύστημα αλλά προσπαθούσε να τεντώσει στα άκρα τα όρια του

υφισταμένου. Είχε, όμως, το πλεονέκτημα πως αναγνώριζε χωρίς

στρουθοκαμηλισμούς την ύπαρξη του προβλήματος.

Αντιμετωπίσθηκε με ακραία αρνητικό τρόπο από την τότε αντιπολίτευση της N.Δ.,

από τη ΓΣΕΕ και τη μεγάλη πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο όσον αφορά

συγκεκριμένες ρυθμίσεις αλλά και όσον αφορά την επισήμανση του προβλήματος.

Με δεδομένη, λοιπόν, εκείνη την αντιμετώπιση σήμερα, η μεν κυβέρνηση της N.Δ.

ίσως να θυμάται την παροιμία «αν κατουρήσεις τη θάλασσα το βρίσκεις στο

αλάτι», η δε ΓΣΕΕ το «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». Γιατί αν έμπαινε στη

συζήτηση τότε, καταθέτοντας αντιπροτάσεις, η μεταρρύθμιση θα μπορούσε να έχει

γίνει. Αντ’ αυτού την περιμένει τώρα από την κυβέρνηση της N.Δ. Κι αν κρίνουμε

από το Εργασιακό, θα φέρνει σε… απορρύθμιση.