Στη βιτρίνα του Ελευθερουδάκη ένα βάζο με λουλούδια και γύρω απλωμένα αντίτυπα

του τελευταίου βιβλίου της, «Τα πορτοκάλια», αποχαιρετισμός για όσους την

ήξεραν, την είχαν διαβάσει, την είχαν γνωρίσει. Το χρώμα του εξωφύλλου,

πορτοκαλί, μου φέρνει στο μυαλό το πρώτο της βιβλίο, «Με χρυσά γράμματα θα

γράψουν το όνομά μας». Από το χρυσό της δόξας στο χρυσαφένιο των πορτο-καλιών

βημάτισε συγγρα-φικά η Μαρία Ζαούση και μαζί της όσοι πίστεψαν στα ανατρεπτικά

οράματα της τολμηρής δεκαετίας του ’70. Ο κόσμος θα άλλαζε από εκείνους τους

συνεπαρμένους νέους και γι’ αυτό θα γραφόταν «με χρυσά γράμματα το όνομά

τους». Όταν οι μεγάλες λέξεις, οι μεγάλες ιδέες χλώμιασαν και υποχώρησαν

μπροστά στην ορμητική πραγματικότητα, έμειναν οι μικρές να δουλευτούν σε

ανθρώπινες ιστορίες. Αφού ο κόσμος δεν θα άλλαζε, έμενε να κοιταχτεί, να

μελετηθεί, να περιγραφεί. Ακόμα και να κατακτηθεί. Αυτή την πορεία υπάρχουν

πολλοί που την έκαναν εύκολα. Υπάρχουν εκείνοι που τον κατέκτησαν, κι άλλοι

που ακόμα παλεύουν να τον καταλάβουν. Οι λέξεις έχουν αυτή την ευελιξία,

μπορούν να διατυπώνουν τις φιλόδοξες ιδεολογίες, μπορούν και να υπηρετούν

ταπεινά τη λογοτεχνία. H Μαρία το πάλεψε. Κατέγραψε καυτή την αγωνία της στο

πρώτο της βιβλίο, στο δεύτερο, το «Γράμμα από τον Ρήνο» πέρασε σε πιο

καθημερινές καταστάσεις, στο τρίτο πλησίασε εντελώς καθημερινούς ανθρώπους.

Αλλά έφυγε απότομα, κόπηκε το νήμα ξαφνικά. Την ακούω να μου φωνάζει νοερά ότι

με τα κείμενα δεν μπορέσαμε να κάνουμε τους διαλόγους που θέλαμε, δεν

προλάβαμε, δεν ολοκληρώσαμε, μας πρόδωσαν οι λέξεις ή τις παραχωρήσαμε σε

άλλους. Είναι η δεύτερη που χάθηκε σε τρεις μέρες, μετά τη Λευκή Μολφέση, από

τις, πώς να τις πω, συντρόφισσες στην αυταπάτη της καταγραφής; Συνομήλικές μου

και οι δύο, με το λογοτεχνικό τους πρόσωπο ανολοκλήρωτο.