Στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για «την

κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την ασκούμενη

οικονομική πολιτική», προτείνεται, μεταξύ των άλλων, η αναγκαιότητα

ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, δεδομένου ότι – σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό –

η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να αυξήσει το κόστος των συνταξιοδοτικών

παροχών, και έτσι να επιβαρυνθεί η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.

Όμως, είναι ενδιαφέρον να τονισθεί ότι οι πιέσεις που δέχονται τα

συνταξιοδοτικά συστήματα, σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρονται

κυρίως στο παρατεταμένο, υψηλό επίπεδο της ανεργίας και στη γήρανση του

πληθυσμού. Στην Ελλάδα, οι πιέσεις που δέχεται το κοινωνικο-ασφαλιστικό

σύστημα, εκτός από τις δύο προαναφερόμενες αιτίες, αναφέρονται και στην

απώλεια σημαντικών πόρων, εξαιτίας της μη ορθολογικής – επί σειρά ετών –

αξιοποίησης των αποθεματικών.

Οι διεθνείς οργανισμοί αλλά και φορείς οικονομικής πολιτικής της χώρας μας

«προτρέπουν» την οικονομική και κοινωνική πολιτική σε άμβλυνση των πιέσεων που

δέχεται το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα, με την αλλαγή τού συστατικού του

χαρακτήρα: δηλαδή από Διανεμητικό, να εξελιχθεί σε Κεφαλαιοποιητικό σύστημα.

Με άλλα λόγια, από δημόσια να μετεξελιχθεί σε ιδιωτική, κερδοσκοπική ασφάλιση,

η οποία όπου έχει εφαρμοσθεί έχει επιφέρει ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες στο

επίπεδο των παροχών.

Ιδιαίτερα μάλιστα – με χαρακτηριστική λησμοσύνη ως προς τις συνέπειές του –

προτείνουν το μοντέλο της Χιλής, ως το πλέον δημοφιλές παράδειγμα το οποίο

φαίνεται να εμπνέει τη σημερινή κοινωνικο-οικονομική πολιτική των Ηνωμένων

Πολιτειών, για τον μετασχηματισμό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από

διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό.

Πράγματι, τον Μάιο του 1981, η Χιλή τού δικτατορικού καθεστώτος τού στρατηγού

A. Πινοσέτ θεσμοθέτησε την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού προγράμματος

ασφάλισης, με την κατάθεση 10% του μισθού των εργαζόμενων που επέλεξαν το εν

λόγω πρόγραμμα, σε ατομικό επενδυτικό λογαριασμό.

H υπόσχεση – και όχι η εγγύηση – του Κεφαλαιοποιητικού προγράμματος ήταν ότι ο

ατομικός επενδυτικός λογαριασμός, θα συνέβαλλε στη διεύρυνση της οικονομικής

μεγέθυνσης της χώρας, θα εξασφάλιζε επίπεδα υψηλής απόδοσης του επενδεδυμένου

κεφαλαίου και έτσι θα χορηγούσε υψηλότερο επίπεδο συντάξεων από το αντίστοιχο

που χορηγεί το Διανεμητικό δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Όμως, 24 χρόνια μετά, η κυβέρνηση της Χιλής διοχετεύει σημαντικούς πόρους προς

το Διανεμητικό δημόσιο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, προκειμένου να

χρηματοδοτηθούν και οι συντάξεις όσων εργαζομένων επέλεξαν την καταβολή του

10% του μισθού τους στο Κεφαλαιοποιητικό ιδιωτικό σύστημα ασφάλισης, το οποίο

αδυνατεί να τους εξασφαλίσει συντάξεις πάνω από το πενιχρό επίπεδο των 140

δολαρίων τον μήνα («Κέρδος», 6/2/05).

Παράλληλα, η κυβέρνηση της Χιλής – στις σημερινές συνθήκες κοινωνικού

αποκλεισμού που δημιούργησε στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το

Κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης – προβληματίζεται με τους οικονομικούς και

κοινωνικούς φορείς της χώρας, ως προς την αναθεώρηση και τον συνακόλουθο

αναπροσανατολισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Επίσης, ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα Κεφαλαιοποιητικού συστήματος σε σοβαρή

κρίση είναι αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, το οποίο, χάνοντας σημαντικό μέρος των

αποθεματικών του στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, βρίσκεται στο σημείο να

προτείνει ως λύση εξασφάλισης της βιωσιμότητάς του τη μείωση των συντάξεων

κατά 30% ή την αύξηση του ορίου ηλικίας στα 70 έτη.

Έτσι, είναι φανερό ότι η κεφαλαιοποίηση του Διανεμητικού συστήματος κοινωνικής

ασφάλισης εντείνει τις συνθήκες κοινωνικής αβεβαιότητας και «σύγκρουσης των

γενεών». Οι συνταξιούχοι ανησυχούν για τη χρηματοδότηση των συντάξεών τους και

οι ασφαλισμένοι ανησυχούν για τη χρηματοδότηση των συντάξεών τους έπειτα από

μερικά χρόνια – όταν και οι ίδιοι θα είναι συνταξιούχοι – αφού τουλάχιστον

στον ορίζοντα της τρέχουσας δεκαετίας δεν προβλέπεται αποτελεσματική

καταπολέμηση της ανεργίας.

Ακριβώς αυτή η ανησυχία των νέων και ηλικιωμένων κοινωνικών ομάδων του

πληθυσμού αποτελεί – στον βαθμό που το αφορά – το υπόβαθρο της «σύγκρουσης των

γενεών».

Πράγματι, η παρατηρούμενη αυτή ανησυχία αντιμετωπίζεται με την ενίσχυση του

Διανεμητικού συστήματος και με την υποκατάσταση της «σύγκρουσης των γενεών» –

η οποία στη χώρα μας θα επέλθει ύστερα από δύο δεκαετίες – με τη δημιουργία

ενός αποθεματικού κεφαλαίου που θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της αλληλεγγύης

των γενεών.

Έτσι, στην κατεύθυνση αυτού του στρατηγικού προσανατολισμού, ελαχιστοποιείται

το κοινωνικό κόστος και ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η χρηματοοικονομική ισορροπία

του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Από την άποψη αυτή, στις σύγχρονες οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες

παραγωγής, κοινωνικής μεταβολής, κοινωνικής αλληλεγγύης και δημογραφικής

εξέλιξης, η νεωτερικότητα ορίζεται με τη διανεμητικότητα, ενώ αντιθέτως σε

συνθήκες «σύγκρουσης των γενεών», κοινωνικού αποκλεισμού, κοινωνικής

περιθωριοποίησης, κοινωνικής αβεβαιότητας του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού

πληθυσμού, ο αναχρονισμός ορίζεται με την εγκαθίδρυση του Κεφαλαιοποιητικού

συστήματος.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστ.

δ/ντής INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ