H τσάντα γλίστρησε από τον ώμο μου, εκεί που καθόμουν στον πάγκο, στη στάση

του λεωφορείου. Με βαρέθηκε εκείνη και μάλλον είχε καταλάβει ότι την είχα

βαρεθεί κι εγώ, με όλα αυτά που κουβαλάει συνέχεια, κινητά τηλέφωνα,

πορτοφόλια με κάρτες, με λεφτά που ξοδεύονται και δεν αναπαράγονται, όπως θα

έπρεπε, με ταυτότητες, κυρίως αυτό. Υπάρχει τίποτα πιο βαρετό από τις

ταυτό-τητες; Να μη μπο-ρείς να ξεφύγεις από αυτό που είσαι, τόπος γέννησης,

όνομα, σχήμα προσώπου ωοειδές, έτος γέννησης, αυτό κυρίως. Με μια απαλή και

ασυνείδητη κίνηση την εγκατέλειψα στον πάγκο και σηκώθηκα ανάλαφρη να μπω στο

λεωφορείο. Γιατί η άνοιξη μας θέλει καινούργιους, νεογέννητους, καθαρούς από

το παρελθόν και από όλα όσα μας ορίζουν αμετάκλητα, περασμένα στα αρχεία του

κράτους. Μας θέλει ελεύθερα πουλιά, να μην ανήκουμε πουθενά και σε κανέναν, να

παίρνουμε ένα λεωφορείο και να μας βγάζει σε άλλους κόσμους, άγνωστους, που θα

μας δώσουν ευκαιρίες για διαφορετικό σχήμα προσώπου. Λίγες στιγμές κράτησε

αυτή η άνεση, μέχρι που κατάλαβα ότι την είχα αφήσει και βάλθηκα να την

αναζητώ. Μέχρι το βράδυ με είχε βρει εκείνη. Μια γυναίκα, οικονομική

μετανάστρια, ήταν που τη μάζεψε και με έψαχνε στα τηλέφωνα του κινητού να μου

τη δώσει. Ήρθε πίσω η ταυτότητα, αυστηρή. Πώς μπορείς να με απαρνιέσαι έτσι –

είπε βουβά – όταν στην πόλη αυτή κυκλοφορούν τόσες ταυτότητες πολύ πιο

δύσκολες, γραμμένες σε άλλες γλώσσες, σε δύσκολα αλφάβητα ανθρώπων που

δουλεύουν μέρα νύχτα κυνηγημένοι, που είναι ξένοι και πρέπει να είναι

ταπεινοί, που μαζεύουν περιφρόνηση κι όμως αντέχουν; Την πήρα πίσω. Και δεν

γράφει πουθενά, δυστυχώς, την περιπέτεια που πέρασε, το εσωτερικό της ταξίδι

και τη δοκιμασία.