Ψηφίστηκε στη Βουλή ένας νέος νόμος για την ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών

και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, που κατά τον τίτλο του φιλοδοξεί να κινηθεί στο

πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης. Ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης χαρακτήρισε τον

νόμο ως «μεγάλη μεταρρυθμιστική παρέμβαση», ως μια «μικρή επανάσταση στον

τρόπο που θα χορηγούνται οι άδειες λειτουργίας και εγκατάστασης των

επιχειρήσεων».

Είμαστε, όντως, μπροστά σε μια μεγάλη «διαρθρωτική παρέμβαση» που, επιτέλους,

θα «γκρεμίσει το εμπόδιο της γραφειοκρατίας», όπως υποστήριξαν οι κυβερνητικοί

βουλευτές; Ποια πραγματικά νέα και ουσιαστική δυνατότητα απλοποίησης φέρνει ο

νέος νόμος; Και τέλος, γιατί από τις πολλές παρεμβάσεις κυβερνητικών

παραγόντων και βουλευτών συστηματικά αποφεύγεται ή περνάει στα ψιλά κάθε

συσχέτιση της αδειοδότησης με την αναγραφόμενη στον τίτλο του νέου νόμου

αειφόρο ανάπτυξη;

Για να έχουμε, όμως, μια βάση σύγκρισης, ας δούμε τι συγκεκριμένα επιχειρήθηκε

επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ για την απλοποίηση της αδειοδότησης και τη διασύνδεσή

της με τη βιώσιμη ανάπτυξη, ιδιαίτερα στη βεβαρημένη περιβαλλοντικά περιοχή

της Αττικής. Το 1997, ψηφίστηκε ο νόμος για την ίδρυση και λειτουργία

βιομηχανικών εγκαταστάσεων που κωδικοποιούσε υφιστάμενες από πολλών

ετών διάσπαρτες διατάξεις και απλούστευε διαδικασίες, ενώ άφηνε ανοιχτή τη

δυνατότητα για την υπηρεσία μιας στάσης. Εν συνεχεία, κατά την περίοδο

2000-2001 μειώθηκε με υπουργική απόφαση ο αριθμός των δικαιολογητικών (π.χ.

κατά 30% για την έκδοση αδείας λειτουργίας), ενώ για τη διευκόλυνση των

υποψηφίων επενδυτών καθιερώθηκε η ηλεκτρονική ενημέρωση και υποβολή.

Προωθήθηκε, επίσης, ο θεσμός του Κέντρου Υποδοχής Επενδυτών (KYE) σε κάθε

νομό, με διασφαλισμένη χρηματοδότηση έως το 2008 από το Επιχειρησιακό

Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα». Τα Κέντρα αυτά συγκροτήθηκαν σε όλη τη χώρα για

να λειτουργούν ως μηχανισμός συντονισμού των πολλών εμπλεκομένων

δημοσίων υπηρεσιών που συνδέονται και με διαφορετικά υπουργεία όπως το

Ανάπτυξης και το ΠΕΧΩΔΕ, και για να προσφέρουν ένα σημείο ενιαίας εξυπηρέτησης

των υποψηφίων επενδυτών. Τέλος, ψηφίστηκε ο νόμος για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην

Αττική που επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της βιομηχανικής

δραστηριότητας με το περιβάλλον σε μια επιβαρημένη περιοχή, λαμβάνοντας υπόψη

τόσο την ανάγκη της διατήρησης της απασχόλησης όσο και τις νέες αναβαθμισμένες

περιβαλλοντικές απαιτήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο νέος νόμος, που με τυμπανοκρουσίες παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση, αποτελεί

κατά βάση μια συρραφή των δύο νόμων του 1997 και του 2001, με την προσθήκη

ολίγων αλλαγών που θα μπορούσαν να γίνουν και με υπουργικές αποφάσεις ή

τροπολογίες, αλλά και με κάποιες κρίσιμες περιβαλλοντικές εκπτώσεις. H

«απλοποίηση» γίνεται το όχημα για την τακτοποίηση περιβαλλοντικών εκκρεμοτήτων

και τη χαλάρωση περιβαλλοντικών υποχρεώσεων ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων.

H βασική αλλαγή που επιφέρει ο νέος νόμος είναι η διεύρυνση των ορίων ισχύος

(από 12 κιλοβάτ σε 22) για τον χαρακτηρισμό μονάδας ως επαγγελματικού

εργαστηρίου. H ρύθμιση αυτή, αν και δεν φαίνεται να έχει προκύψει από κάποια

μελέτη, είναι κατ’ αρχήν επιβεβλημένη και επιτρέπει σε σημαντικό αριθμό πολύ

μικρών επιχειρήσεων να ενταχθούν στην ήδη υφιστάμενη διαδικασία «απλής

αδειοδότησης». Όμως, κατά τα λοιπά, παρά τα λεγόμενα από την κυβερνητική

πλευρά, δεν φαίνεται να καταργείται ούτε ένα από τα έως σήμερα απαιτούμενα

δικαιολογητικά. Αρκετά αναγκαία πιστοποιητικά είτε μεταφέρονται σε

μεταγενέστερα στάδια της συνολικής διαδικασίας αδειοδότησης είτε ζητούνται από

άλλες υπηρεσίες. Ακόμη, ενώ ο νόμος ορθά υιοθετεί τον θεσμό των Κέντρων

Υποδοχής Επενδυτών, δεν προχωρεί στην οργανική ενσωμάτωσή τους στον κορμό της

Δημόσιας Διοίκησης.

Συνολικά, ο αναφερόμενος ως απαιτούμενος χρόνος είναι πλασματικός, καθώς δεν

συνυπολογίζεται το σύνολο της διαδικασίας αδειοδότησης – σημαντικό μέρος της

οποίας συνδέεται με το ΥΠΕΧΩΔΕ και άλλες δημόσιες αρχές (όπως η Πυροσβεστική

Υπηρεσία) που οι διαδικασίες τους δεν θίγονται από τον νέο νόμο. Και όμως οι

μεγαλύτερες χρονικές καθυστερήσεις σημειώνονται στην πολεοδομική και

περιβαλλοντική πτυχή της αδειοδότησης και στην πυρασφάλεια. Εξάλλου, είναι πια

βέβαιο ότι η περαιτέρω απλοποίηση των διαδικασιών αδειδότησης συνδέεται σχεδόν

αποκλειστικά με τη χωροθέτηση της βιομηχανίας. Δηλαδή με τις χρήσεις γης και

την ύπαρξη οργανωμένων χώρων βιομηχανικής δραστηριότητας, ιδίως στην Αττική.

Με ένα δηλαδή πολύ δύσκολο εγχείρημα, καθώς στη χώρα μας ο εμφύλιος πόλεμος –

πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη του – συνεχίζεται έως σήμερα με «άλλα μέσα», με

αντικείμενο τη χρήση και αξιοποίηση της γης! Επιπροσθέτως, η οποιαδήποτε

απλοποίηση δεν μπορεί να παρακάμπτει τις σύγχρονες αυξημένες απαιτήσεις της

συμβίωσης της βιομηχανικής δραστηριότητας με το περιβάλλον, ιδίως στην Αττική.

Και στον τομέα αυτό το νομοσχέδιο κάνει βήματα προς τα πίσω.

Τέσσερα ενδεικτικά παραδείγματα περιβαλλοντικών εκπτώσεων είναι χαρακτηριστικά

του «οικολογικού» πνεύματος του νέου νόμου. Πρώτον, η πενταετής παράταση για

την εφαρμογή και πιστοποίηση συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης και την

υιοθέτηση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών. Δεύτερον, «η χορήγηση προθεσμίας

τριών ετών – δηλαδή ακριβώς έως τις επόμενες εκλογές (!)για

τη μεταφορά των βιοτεχνικών και βιομηχανικών μονάδων που δεν είναι δυνατόν να

αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη λειτουργία τους. Και

μετά βλέπουμε! Τρίτον, η δυνατότητα κάθε μαγαζί στο ισόγειο πολυκατοικίας να

γίνεται βιοτεχνία χωρίς την υποχρέωση αλλαγής χρήσης του χώρου εγκατάστασης.

Τέλος, η αύξηση της χρονικής ισχύος της άδειας λειτουργίας από 6 σε 8 χρόνια

για τις επιχειρήσεις της Αττικής, επειδή, κατά την αιτιολογική έκθεση, «τα

στατιστικά στοιχεία (ποια;) δείχνουν ότι στην οκταετία (!) φαίνεται εάν

θα επιβιώσει οικονομικά μια επιχείρηση».

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ. Διετέλεσε γενικός

γραμματέας Βιομηχανίας και ειδικός γραμματέας για την Κοινωνία της

Πληροφορίας.