H καλόγρια Ντόροθι Στανγκ έζησε ανάμεσα σε ανθρώπους που την ήθελαν νεκρή.

Όταν τελικά της επιτέθηκαν, εκείνη τους διάβασε στίχους από τη Βίβλο. Για μια

στιγμή στάθηκαν, ύστερα έκαναν μερικά βήματα πίσω και την πυροβόλησαν. Έξι

φορές – στο κεφάλι, στον λαιμό και στον κορμό. Το σώμα της βυθίστηκε στη

λάσπη, η άσπρη μπλούζα της γέμισε αίμα.

H Ντόροθι Στανγκ είχε βάλει σκοπό της ζωής της να προστατεύει τους φτωχούς

και τους ακτήμονες. Αυτοί τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία

«Ήταν σε μια λίστα μελλοθανάτων και από μέρα σε μέρα κάποια ονόματα σβήνουν»

είπε κάποιος που δούλευε μαζί της. H παρατήρηση μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία

υπερβολής, όμως σε γενικές γραμμές ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. H

βραζιλιάνικη οργάνωση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Justica

Global υπολογίζει ότι εδαφικές διαμάχες στην περιοχή έχουν γίνει αιτία να

δολοφονηθούν 73 αγρότες το 2003 και 53 πέρυσι.

Πατρίδα της. H πόλη Ανάπου, στην άκρη του τροπικού δάσους του

Αμαζονίου, ήταν η πατρίδα της 74χρονης Ντόροθι Στανγκ για περισσότερα από 30

χρόνια. Από εκεί άρχισε την εκστρατεία της για την προστασία του τροπικού

δάσους και του λαού του, εναντίον των παράνομων υλοτόμων, ιδιωτών και

εταιριών, που κατηγορούνται για την καταστροφή του 20% της συνολικής έκτασής

του. Όπως είχε συμβεί και με τον θάνατο του οικολόγου – ακτιβιστή Τσίκο

Μέντες, το 1988, ο θάνατος της Στανγκ ξεσήκωσε κύματα αντιδράσεων. Ανέδειξε

επίσης το δίλημμα της κυβέρνησης της Βραζιλίας: να προστατεύσει τον Αμαζόνιο ή

να εκμεταλλευθεί αναπτυξιακά εκτάσεις του, όπως απαιτεί το Διεθνές Νομισματικό

Ταμείο, το οποίο δάνεισε στη Βραζιλία δισεκατομμύρια δολάρια ύστερα από την

ύφεση του 2002. Σε αυτήν τη σύγκρουση συμφερόντων χάθηκε και η προεκλογική

δέσμευση του αριστερού προέδρου Λούις Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, για αποκατάσταση

περίπου 400.000 ακτημόνων.

Ο Λούλα. Ο πρόεδρος Λούλα διέταξε να διερευνηθεί αμέσως η δολοφονία της

Στανγκ, στέλνοντας μάλιστα στην περιοχή και δύο υπουργούς του. Τον έναν, τον

υπουργό Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Νιλμάριο Μιράντα, τον είχε συναντήσει η Ντόροθι

δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατό της και του είχε αποκαλύψει ότι δεχόταν

απειλές για τη ζωή της. «H διαλεύκανση αυτού του εγκλήματος και η σύλληψη των

δολοφόνων και των ηθικών αυτουργών είναι ζήτημα τιμής για μας», δήλωσε ο

Μιράντα.

H αδελφή Ντόροθι βρισκόταν στον οικισμό Μπόα Εσπεράντσα όταν δέχθηκε την

επίθεση, στις 12 Φεβρουαρίου. Είχε πάει εκεί για να βοηθήσει στη δημιουργία

ενός μικρού οικισμού ακτημόνων σε μια περιοχή που τους είχε παραχωρήσει η

κυβέρνηση, την οποία όμως διεκδικεί και μια ομάδα υλοτόμων. Τη συνόδευαν δύο

άνδρες, οι οποίοι, σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα, έχουν αναγνωρίσει τους δύο

δράστες. Τα ονόματα των υπόπτων δεν έχουν γίνει γνωστά, όμως οι υποστηρικτές

της Ντόροθι Στανγκ, «του αγγέλου της Αμαζονίας» όπως την αποκαλούσαν,

υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά τους. «Οι

γαιοκτήμονες, οι κτηνοτρόφοι και οι υλοτόμοι δεν σέβονται τίποτα» ανέφερε

ανακοίνωση της Επιτροπής Βοσκοτόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, για την

οποία εργαζόταν.

«Ζωντάνευε». Απέναντι σε αυτούς τάχθηκε η Ντόροθι Στανγκ και παρά τις

δυσκολίες ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει το ιεραποστολικό της καθήκον, που της

επέβαλλε να βρίσκεται «στο πλευρό των φτωχών, κυρίως των γυναικών και των

παιδιών στα πλέον εγκαταλελειμμένα μέρη». Φαίνεται ότι αυτή η μάχη αποτελούσε

για την ίδια πηγή έμπνευσης. Ο Σάμιουελ Κλέμεντς, 24 ετών, φοιτητής –

κινηματογραφιστής από τη Βρετανία – είχε περάσει μαζί της το καλοκαίρι του

2003. Κινηματογράφησε τη δουλειά της, ακολουθώντας τη βήμα – βήμα. «Έμοιαζε

διαφορετική όταν άφηνε το Ανάπου. Όταν γυρίζαμε στη ζούγκλα και συναντούσε

τους ακτήμονες και τους φτωχούς αγρότες, σου έδινε την εντύπωση ότι

ζωντάνευε». Σε μια πρόσφατη επιστολή προς τον Κλέμεντς έγραφε: «Κάθε μέρα που

περνά, αυτοί μας παίρνουν το δάσος… Μαζί μπορούμε να αντισταθούμε». Ο νεαρός

φοιτητής ονόμασε το ντοκιμαντέρ του «Οι φοιτητές, η Καλόγρια και ο Αμαζόνιος».

«Με ενέπνευσε». Διατηρώντας τη ζωντανή στη μνήμη του, πριν από λίγες

μέρες έγραψε: «Πέντε λεπτά είχε κρατήσει το πρώτο μου τηλεφώνημα στη Ντόροθι

Στανγκ, όμως με ενέπνευσε αμέσως. Έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω ένα ταξίδι 2.500

μιλίων για να τη συναντήσω. Τη διέκριναν η αγάπη της για τη ζωή και το χιούμορ

της. Πήγαμε μαζί στο χωριό Ανάτου, κοντά στην περιοχή όπου έμελλε να

δολοφονηθεί. Είχε συγκεντρωθεί κόσμος στο σχολείο για να την ακούσει. H

Ντόροθι είχε ιδρύσει αυτήν την κοινότητα. Ήταν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, γιατί

έτσι θα διαφυλασσόταν μια περιοχή του Αμαζονίου από τους παράνομους υλοτόμους.

H Ντόροθι ήταν μαγευτική στο φιλμ. Μετέδιδε τον ενθουσιασμό της, σε έκανε να

ξεχνάς ότι είναι 70 χρόνων. Το πάθος της και η αγάπη της προς τους φτωχούς την

καθοδηγούσαν σε κάθε της κίνηση, αν και ο κίνδυνος, όπως αποδείχθηκε,

παραμόνευε».