«H εξουσία του γούστου συνδέεται άμεσα με το γούστο της εξουσίας»

Π. Μουλλάς (Εισαγωγή στο «Δοκίμιο για το γούστο» του Μοντεσκιέ –

Εκδ. Πόλις, μετάφραση: A. Παπαγιαννίδης, 1994)

Τις ημέρες των εορτών, οι πόλεις αλλάζουν. H συνήθεια του στολισμού τους

προσφέρει την ευκαιρία στους πολίτες να αναγνωρίσουν την πόλη τους σε ημέρες

χαλάρωσης και περιπάτου.

Εφήμερες κατασκευές εγκαθίστανται, λοιπόν, σε επιλεγμένα σημεία στους δρόμους,

τις πλατείες, τα μνημεία, αλλά και στα καταστήματα, τα σπίτια, τους εξώστες.

H εορταστική ατμόσφαιρα κυριαρχεί, ιδιαίτερα τη νύχτα. Όταν τα φώτα ανάψουν,

τα μικρά λαμπιόνια που διαγράφουν τις φιγούρες των δένδρων – ο καλύτερος

στολισμός κατά την άποψή μου – προσδίδουν στην πόλη μαγεία και μυστήριο,

υποβαθμίζοντας τις κακότεχνες και ταλαιπωρημένες κατασκευές των δρόμων και των

πεζοδρομίων, αναβαθμίζοντας μέσα στη σκοτεινιά, καθώς κυλάει η νύχτα και τα

φώτα των διαμερισμάτων αναβοσβήνουν τυχαία, τις προσόψεις των κοινότοπων

πολυκατοικιών με τη θεατρικότητα που τους προσδίδουν.

Οι επιλογές των σημείων, οι κατασκευαστικές προτάσεις, αλλά και η συνολική

ιδέα των παρεμβάσεων αντανακλούν το πολιτισμικό επίπεδο του τόπου, τις

προθέσεις, την κρίση και τις προτεραιότητες των υπευθύνων φορέων. Το γούστο

και η ευαισθησία της εξουσίας και των πολιτών καθρεπτίζονται σ’ αυτές τις

παρεμβάσεις.

Για μας τους αρχιτέκτονες, το γεγονός της εορταστικής μεταμόρφωσης της πόλης

παραπέμπει στην καθοριστική, για την αρχιτεκτονική, σχέση του εφήμερου και του

μόνιμου.

H παλινδρομική κίνηση από το συνολικό στο αποσπασματικό και στη λεπτομέρεια,

είναι μία από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διαδικασία του σχεδιασμού ενός

πλέγματος παρεμβάσεων που απλώνονται σε όλη την πόλη, με εντάσεις και

χαλαρότητα, με τόπους που προετοιμάζονται για να υποδεχθούν τα εορταστικά

δρώμενα και άλλους που μένουν σιωπηλοί θεατές της γιορτής – Τα χάσματα,

διαλείμματα σιωπής αλλά και νοηματικές γέφυρες, πρέπει να

αντιμετωπίζονται ως δομικά στοιχεία, γράφει ο Π. Μουλλάς στην εισαγωγή του

δοκιμίου για το γούστο.

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς με ποια λογική θα έπρεπε να διαχειριστούν οι

υπεύθυνοι έναν σχεδιασμό που θα στοχεύει στην ανατροπή της καθημερινότητας,

αλλά ταυτόχρονα θα συντελεί στον συγκερασμό της χαράς και της απόλαυσης με

έναν παιδευτικό χαρακτήρα που θα σέβεται και θα αναβαθμίζει το γούστο των

κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης;

Πώς, με ποια μέθοδο και με ποιες διαδικασίες θα αξιοποιηθεί το δυναμικό των

καλλιτεχνών και των νέων σπουδαστών, ώστε να αναλάβουν υπεύθυνα και

συντονισμένα τον σχεδιασμό του εορταστικού περιβάλλοντος;

Πρόκειται για ένα θέμα μοναδικό που προσφέρεται για τη συνεργασία των τεχνών,

σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ τους καταλύονται και τα μέσα επιβάλλουν πλέον

τη συνεργασία: αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, θέατρο, μουσική,

κινηματογράφος, όλα προσφέρονται όταν προσεγγίζονται με φαντασία, μεράκι και

με πνεύμα που θα αντιστοιχεί σε επιλογές υψηλής «αισθητικής» – λέξη με μεγάλο

βάρος που δεν συνεπάγεται απαραίτητα αυξημένο κόστος, η πλέον κατάλληλη για να

δηλώσει ότι η προχειρότητα δεν πρέπει με κανένα τρόπο να χαρακτηρίζει τις

κατασκευές στις οποίες αναφερθήκαμε.

Αν αναζητηθούν έγκαιρα οι διαδικασίες μιας ανοιχτής συμμετοχής με στόχο την

εφήμερη γιορτινή μεταμόρφωση της πόλης, θα προκύψουν σίγουρα προτάσεις μιας

ανανεωμένης ματιάς που θα ανατρέψουν τα στερεότυπα.

Μία ευκαιρία παρουσιάζεται τις ημέρες αυτές της εφήμερης μεταμόρφωσης: να

θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν και υπήρξαν ποιητές σ’ αυτή την

πόλη, να αναγνωρίσουμε συστηματικά, όχι στεγνά διδακτικά, πόσα χρωστάμε στο

χιούμορ, στην ευαισθησία, στο κουράγιο τους, στην αγωνιστικότητα και στην

εμμονή τους.

Ένδειξη πραγματικού ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό θα ήτανε το εγχείρημα της

ανάδειξης αυτής της ταυτότητας της πόλης, προσφορά στο καμάρι και στην

υπερηφάνια που απαιτούν οι πόλεις από τους κατοίκους τους και μοναδική

ευκαιρία για την ουσιαστική αναγνώριση της κοινής καταγωγής των λέξεων πόλη

και πολιτισμός.

H Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.