H διαδρομή από την ορεινή ασφάλεια της Μπανταραουέλα (1.230 μ. ύψος) μέχρι

την «πολιτισμένη» κρατική ασφάλεια της πρωτεύουσας Κολόμπο, περισσότερο από

200 χλμ. δυτικά, ήταν κουραστική, αγωνιώδης και παράξενα συνηθισμένη.

Θρήνος. Χιλιάδες θύματα χωρίς θύτη, πέρα από τη φτώχεια ή την καλοπέραση,

ημέρα πόνου γι’ αυτούς που χάθηκαν, ημέρα δράσης για την επούλωση των πληγών

Οι εννέα ώρες που χρειάζεσαι για να καλύψεις 200 χιλιόμετρα στο εθνικό δίκτυο

της Σρι Λάνκα μπορεί να μοιάζουν πολλές, όμως στην ουσία επρόκειτο για ράλι.

Να προλάβουμε να φτάσουμε στην πηγή των πληροφοριών, να μάθουμε για τους

Έλληνες αγνοούμενους ή «αποκλεισμένους» και για τους άλλους συνανθρώπους που

αφήσαμε πίσω στην χαροχτυπημένη παραλία της Ουναγουατούνα, να προλάβουμε να

φορτίσουμε το κινητό, να βρούμε ξενοδοχείο, να, να… και κάθε τόσο να πέφτουν

τα μηνύματα από τους συναδέλφους – συντρόφους στην Ελλάδα με την τραγική

καταγραφή σε νούμερα της εξέλιξης μιας τραγωδίας 5.386, 5.629, 5.800, 6.000,

10.200… Μετά τους 12.000 νεκρούς σταμάτησα να δίνω σημασία. Σημασία δεν

είχαν πια οι αριθμοί, τα ρεκόρ, αλλά τι κρυβόταν από πίσω.

H καταστροφική μανία της φύσης – κάθε άλλο παρά κλισέ – σε όλο της το

μεγαλείο, που κατάπιε στο διάβα της εκατοντάδες χιλιόμετρα από την πιο όμορφη

παραλία, σκορπώντας τον όλεθρο αδιάκριτα μεταξύ φτωχών ντόπιων και πλούσιων

τουριστών.

Πόσες ζωές, πόσα πρόσωπα, πόσα χαμόγελα ηλιοκαμένων ψαράδων, παιδιών που

έπαιζαν με τις ώρες στην παραλία μαζί με τους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους

κλωτσώντας επί ώρες την μπάλα για να μην ακουμπήσει την άμμο, γυναικών που σ’

ενοχλούσαν την ώρα που απολάμβανες τον ήλιο χριστουγεννιάτικα να σου πουλήσουν

την λοκάλ πραμάτειά τους. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα όλα αυτά είχαν γίνει ένα με

τη λάσπη, τα σπασμένα δέντρα, τα πνιγμένα ζωντανά, τα θρυμματισμένα καλύβια,

οι τσακισμένες βάρκες, τα αναποδογυρισμένα τρίκυκλα «τουκ-τουκ», όπως

αποκαλούν εδώ το αγαπημένο μεταφορικό μέσο της N.A. Ασίας. Ιστορία με χιλιάδες

θύματα, δίχως όμως θύτη, πέρα ίσως από τη φτώχεια και την καλοπέραση…

Άθικτη η υπόλοιπη χώρα

Ώρες αγωνίας, περιμένοντας κι αναζητώντας νέα από το φιλικό ζευγάρι των Ινδών

δημοσιογράφων που αγνοούνταν, ώρες που διέσχιζαν μία παράξενη σχεδόν

ενοχλητική καθημερινότητα. Γιατί αν τα τρία τέταρτα των ακτών της Σρι Λάνκα

καταστράφηκαν ολοσχερώς από το φονικό τσουνάμι, όλη η υπόλοιπη χώρα ήταν

άθικτη.

Το γνωστό περιβόλι που αντικρύσαμε φεύγοντας στα ορεινά, μία ημέρα πριν από

την καταστροφή, το πρώτο σημείο όπου πάτησε το πόδι του ο Αδάμ όταν διώχτηκε

από τον Παράδεισο.

Με τους παρανοϊκούς οδηγούς, τους πλανόδιους πωλητές, τους χωρικούς να

μαζεύουν το τσάι ή να χαζεύουν τον δρόμο να δουν ποιος περνάει, τους μαθητές

να φορούν τη στολή τους πηγαίνοντας για το σχολείο. Μόνη παραφωνία που μας

ξύπνησε από τον λήθαργο του δρόμου τα δύο φορτηγά, γεμάτα φέρετρα από νοβοπάν,

να ετοιμάζουν την επόμενη ημέρα. Την ημέρα του θρήνου για τους χαμένους και

της επούλωσης των πληγών.

H δεύτερη ημέρα της αποκάλυψης στη Σρι Λάνκα ήταν η ημέρα της δράσης.

Φτάνοντας το απόγευμα πια στο Κολόμπο αντικρύσαμε μια πρωτεύουσα που είχε

επανακτήσει τους κανονικούς της ρυθμούς, που πάσχιζε όμως να δώσει και μια

επίφαση ηρεμίας στην όλη ατμόσφαιρα.

Αγωνία για τους Έλληνες τουρίστες

ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ να μάθουμε για τους Έλληνες τουρίστες απέβησαν άκαρπες.

Ο μυστήριος «άμισθος πρόξενος» της Ελλάδας φευγάτος στις πληγείσες περιοχές

του νότου, η τοπική αστυνομία ανίκανη να σου προμηθεύσει κάτι παραπάνω από ένα

τριψήφιο τηλέφωνο, όπου σε περνούν ασταμάτητα από τον έναν στον άλλο μέχρι να

πέσει η γραμμή, και τα τηλεφωνικά κέντρα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών μονίμως

κατειλημμένα. Μακρύτερα όμως, στον τόπο της καταστροφής, τα συνεργεία είχαν

πιάσει δουλειά και προσπαθούσαν να φτάσουν όλο και πιο μακριά μέχρι να πέσει

το σκοτάδι. Κατά τις επτά, ο Ινδός Σιχ φίλος άρχισε ξαφνικά να φωνάζει και να

χοροπηδά από κρεβάτι σε κρεβάτι. Τα παιδιά είχαν επικοινωνήσει με Βομβάη, ήταν

καλά, η προσωπική αγωνία τελείωσε.

Όλη την ημέρα δύο πλοία του ινδικού πολεμικού ναυτικού συντόνιζαν τις

προσπάθειες διάσωσης στην ευρύτερη περιοχή της Γκολ, της σχεδόν ολοσχερώς

κατεστραμμένης πόλης-στολίδι που άφησαν κληρονομιά οι Πορτογάλοι και οι

Ολλανδοί αποικιοκράτες όταν εγκατέλειψαν τη Σρι Λάνκα στους Βρετανούς

ανταγωνιστές τους το 1815. Τα παιδιά ήταν καλά λοιπόν και φτάνουν στο Κολόμπο

σήμερα. Μεγάλη η ανακούφιση, μεγάλη η ελπίδα να υπάρξουν πολλά ακόμα τέτοια

μαντάτα τις επόμενες ώρες.

Οι εικόνες και οι μαρτυρίες διαδέχονται η μία την άλλη σαν βωβός

κινηματογράφος.

Οι 15 Ιάπωνες που βρήκαν τον θάνατο στο ίδιο εθνικό πάρκο του Γιέιλ που είχαμε

κλείσει στις 30 του μηνός για να θαυμάσουμε την άγρια φύση δίπλα στο κύμα, η

φυλακή υψίστης ασφαλείας της Ματάρα που άδειασε χάρις ή εξαιτίας του

παλιρροϊκού κύματος, οι χίλιοι νεκροί προσκυνητές της πανσελήνου στον ναό της

Χαμπαντότα, το ζευγάρι των Βρετανών που πάλεψε με το κύμα που τους ξέβρασε 300

μέτρα μακριά από την παραλία…

Στο μεταξύ, η μαρτυρική Σρι Λάνκα γλείφει τις πληγές της περιμένοντας βοήθεια

για τους εκατοντάδες χιλιάδες τραυματίες, το ένα εκατομμύριο των αστέγων, τα

ορφανά αλλά και για το μέλλον ολόκληρης της χώρας.

Για να αποκατασταθούν οι αχρηστευμένες οδικές και σιδηροδρομικές αρτηρίες, να

καθαριστούν τα δίκτυα υδροδότησης και αποχέτευσης, να αποφευχθούν τα χειρότερα

(επιδημίες), να ξανακτιστούν τα καλύβια και να επουλωθούν οι πληγές του

κόσμου.