Ήταν κορυφαία η απόφαση και η δήλωση βούλησης του Αναθεωρητικού Νομοθέτη τον

Απρίλιο του 2001: πλήρης διαφάνεια στην ιδιοκτησία και στα μέσα χρηματοδότησης

των μέσων ενημέρωσης. Ο κοινός νομοθέτης το 2002 δεν ικανοποίησε τη

συνταγματική επιταγή. Μολονότι αποτελείτο από τα ίδια πρόσωπα.

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις με μόνο τις βασικές θέσεις του σχεδίου, που

φιλοδοξεί να αντικαταστήσει τον νόμο του 2002 για τον βασικό μέτοχο, ελάχιστα

ενθουσιάζουν. Και βάζουν σε σκέψεις. Τα κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα που

ήθελε να απαγορεύσει ο συνταγματικός νομοθέτης δεν καταργούνται. Και παραμένει

ανερμήνευτη η δυστοκία ανακοίνωσης αυτών των ίδιων των διατάξεων. Όταν

γνωρίζουμε ότι οι νομικοί που επεξεργάστηκαν το σχέδιο του νέου νόμου έχουν

ολοκληρώσει τη δουλειά τους. Το ερώτημα είναι σαφές: ποιες είναι οι πολιτικές

διαδικασίες διαπραγμάτευσης του νέου νόμου; Αν δεν αναδιατυπώνονται οι

διατάξεις, προφανώς αναπροσαρμόζονται οι στόχοι. Και οι στόχοι δεν μπορεί να

είναι παρά μικροπολιτικοί.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Και οι εξ ημών νομικοί ακόμη περισσότερο. Το

σταυροδρόμι της «διαπλοκής» πολιτικής και οικονομίας δεν βρίσκεται στον χώρο

των μέσων ενημέρωσης. Αλλού συναντώνται. Και αυτές τις κρυφές συναντήσεις

πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας ούτε ο σημερινός νομοθέτης επιχειρεί

να τις αποκαλύψει και να τις αντιμετωπίσει.

Το μόνο που πετυχαίνει και αυτό το σχέδιο νόμου (πέρα από την πρόσκρουσή του

στο ευρωπαϊκό δίκαιο) είναι να συμβάλει τελικά στην προσπάθεια ενοχοποίησης

των MME. Και αυτό είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικό, θεσμικά απαράδεκτο και

ιστορικά επικίνδυνο.