Η πολιτιστική κληρονομιά δεν έχει ανάγκη μόνο προστασίας, πρέπει να είναι

ταυτόχρονα κατανοητή και προσιτή στον ντόπιο και ξένο πληθυσμό, στους

επισκέπτες όλων των ηλικιών και των σωματικών δυνατοτήτων. Οι χώροι και τα

μουσεία οφείλουν να λειτουργούν παιδευτικά για μικρούς και μεγάλους. Να

οργανώνονται παράλληλα καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, συμβατές με

τα μνημεία και τους αρχαίους χώρους θεάματος (στάδια, θέατρα, αμφιθέατρα,

ωδεία), όπως άλλωστε προβλέπεται και στη γνωστή διακήρυξη της Σεγέστας

(Segesta Declaration) του 1995.

Η διεθνής πρακτική στον χώρο της προστασίας των πολιτισμικών αγαθών, που

βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον ή στεγάζονται σε μουσεία και συλλογές,

σχετίζεται άμεσα με την επιστημονική και κοινωνική διαχείρισή τους. Κρίνεται

κατ’ αρχήν αναγκαία η επανεξέταση όλων των υπηρεσιών που παρέχονται σήμερα από

το κράτος στον τομέα του πολιτισμού και η αναζήτηση αποδοτικότερων μεθόδων

λειτουργίας. Απαιτείται βασικά αλλαγή του συγκεντρωτικού τρόπου, με τον οποίο

το Δημόσιο αντιμετώπιζε ανέκαθεν και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τα

πολιτισμικά αγαθά.

Τα τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας, υπό την αιγίδα της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, διεθνή προγράμματα για τη

διαχείρισή τους μέσω διεπιστημονικής προσέγγισης. Στόχος των προγραμμάτων η

διάσωση, η συντήρηση και η αξιοποίηση των αγαθών, η ευαισθητοποίηση του κοινού

και η δημιουργία κώδικα επαγγελματικών προσόντων στην άσκηση της

διοίκησης-διαχείρισης. Περιττό να τονίσω ότι στα προγράμματα αυτά η συμμετοχή

ιδιωτικών φορέων ήταν όχι απλώς επιθυμητή, αλλά υποχρεωτική. Κρίθηκε αναγκαία

η εκπαίδευση επιστημόνων στη διαχείριση του μνημειακού πλούτου, οι οποίοι να

είναι σε θέση να ενεργοποιήσουν παιδευτικά τα μνημεία όλων των εποχών που

βρίσκονται στην περιοχή ευθύνης τους. Ήδη, το Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει

θεσμοθετήσει μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Σπουδών Επιστημονικής και Κοινωνικής

Διαχείρισης Μνημειακού Πλούτου», ενώ το νέο Πανεπιστημιακό Τμήμα Αρχαιολογίας,

που ιδρύθηκε πρόσφατα στην Καλαμάτα, περιλαμβάνει και Τομέα Διαχείρισης του

Μνημειακού Πλούτου.

Το μέλλον των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων θα εξαρτηθεί κατά μεγάλο

βαθμό από την αγαστή συνεργασία αρχαιολόγων με τις τοπικές κοινωνίες και τα

κατά τόπους σωματεία. Οι ενώσεις ευαισθητοποιημένων και συνειδητοποιημένων

πολιτών, που ονομάζουμε Εταιρείες ή Σωματεία Φίλων των Μουσείων και των

Αρχαιολογικών Χώρων, δεν έρχονται απλώς αρωγοί σε θέματα οικονομικής φύσεως.

Οι πολίτες που τα συγκροτούν, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να ενδιαφέρονται

ζωηρά για το παρόν και το μέλλον του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού,

στο οποίο ζουν. Πολλαπλασιάζονται, ευτυχώς, οι ενεργοί πολίτες και στη χώρα

μας, οι οποίοι έχουν άποψη για τα πολιτιστικά πράγματα και όντας οργανωμένοι

αποκτούν τη δύναμη και τη δυνατότητα να πιέζουν πολιτικά.

Χωρίς αυτούς, τη θέρμη, τον ενθουσιασμό, το ενδιαφέρον, την εθελοντική

προσφορά τους, τη συμπαράσταση, την ενθάρρυνση και τις γνώσεις τους, η

μοναχική επαγγελματική ενασχόληση με την «πατριδογνωσία» καταντά στείρα και

ενίοτε ανιαρή. Άλλωστε, δεν είναι η επιστήμη ο μόνος χώρος που οφείλουν να

υπηρετούν οι αρχαιολόγοι (ανθρωπολόγοι και άλλοι από συναφή ερευνητικά πεδία),

είναι ταυτόχρονα η κοινωνία, ο άνθρωπος. Το κοινό και το ακροατήριό τους δεν

μπορεί να είναι αποκλειστικά η επιστημονική κοινότητα των συναδέλφων ή των

φοιτητών τους, αλλά και το ευρύ κοινό.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας