Τίποτα δεν εκφράζει καλύτερα τις τομές που επέφερε η μεταπολίτευση του 1974,

από την ίδρυση και την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ είναι η επιτομή της

μεταπολίτευσης. Ιδρύθηκε συμπυκνώνοντας στο γενετικό του υλικό τις δυσάρεστες

μνήμες του μετεμφυλιακού κράτους και της αποδιαρθρωμένης κοινωνίας του, το

ιστορικό παράπονο της Αριστεράς, τις διαψευσμένες προδικτατορικές ελπίδες της

Κεντροαριστεράς, την καταλυτική εμπειρία της δικτατορίας και τις κοινωνικές

διεκδικήσεις που απελευθέρωσε η πτώση της δικτατορίας.

Όλα αυτά μετατράπηκαν, μέσα από τη χαρισματική προσωπικότητα και τον λόγο του

Ανδρέα Παπανδρέου, σε μία νέου τύπου πολιτική σύνθεση που εξέφραζε το μεγάλο

ρεύμα του εθνικού, κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Το ΠΑΣΟΚ ανέδειξε

ως κύριο πολιτικό ζήτημα το «κοινωνικό ζήτημα», άνοιξε νέα πεδία πολιτικής

δράσης, απευθύνθηκε σε στρώματα που ένιωθαν τον κοινωνικό και πολιτικό

αποκλεισμό. Κατά τον τρόπο αυτόν, το ΠΑΣΟΚ απέκτησε τα χαρακτηριστικά ενός

Κινήματος κατά των ανισοτήτων κάθε μορφής, ενός Κινήματος των «μη

προνομιούχων» και σε μέσα σε λίγα χρόνια μετατράπηκε σε Κίνημα «αλλαγής». Αυτό

λειτούργησε, αφενός, ως ένα μεγάλο απόθεμα πολιτικής ηγεμονίας, αφετέρου, ως

μία τεράστια επένδυση λαϊκών και κοινωνικών προσδοκιών με όλες τις δυνατότητες

και όλους τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.

Οι στόχοι της πρώτης περιόδου ήταν και μεγάλοι ιστορικά και ευκρινείς

ιδεολογικά: H ολοκλήρωση του κράτους δικαίου, η αποκατάσταση της ισονομίας των

Ελλήνων πολιτών, η εισαγωγή της ισότητας ανδρών και γυναικών, η αποκατάσταση

κραυγαλέων εισοδηματικών ανισοτήτων, η θεμελίωση ενός σύγχρονου κοινωνικού

κράτους με θεσμούς, εγγυήσεις και υποδομές, η ανάδειξη νέων κοινωνικών

υποκειμένων όπως οι μικρομεσαίοι και οι αγρότες, η αναρρίχηση μιας άλλης

αίσθησης ανεξαρτησίας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η εμμονή στην έννοια

της περιφέρειας και της περιφερειακής ανάπτυξης κ.ο.κ.

Το ΠΑΣΟΚ επηρέασε, έτσι, καταλυτικά το μοντέλο πολιτικής οργάνωσης συνολικά,

δηλαδή και στους άλλους πολιτικούς χώρους, και επέβαλε την ημερήσια διάταξη

της δεκαετίας του ’80.

H θεσμική, πολιτική και ηθική κρίση της περιόδου 1989-1993 απετέλεσε ίσως τη

σημαντικότερη τομή στην ιστορική εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ. Τομή που συνέπεσε σε

διεθνές επίπεδο με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη ριζική αλλαγή των

στρατιωτικών και ιδεολογικών ισορροπιών. H επάνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία,

εκτός από προσωπική δικαίωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν και η αφετηρία δύο

παράλληλων διαδικασιών: της διαδοχής στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την ανάδειξη του

Κώστα Σημίτη και της μεταβολής του προτάγματος της ελληνικής κοινωνίας, η

οποία, μετά την κοινωνική και αναπτυξιακή αναδιάρθρωση της περιόδου της

«αλλαγής» και την αντιφατική και τελικά δυσάρεστη εμπειρία της «κάθαρσης»,

ήταν έτοιμη για το αίτημα του «εκσυγχρονισμού». Αίτημα που συνοδεύτηκε από την

πλήρη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την

ένταξη στην ΟΝΕ και τη ζώνη του ευρώ, τη ριζική μεταβολή των μακροοικονομικών

και δημοσιονομικών δεικτών, τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και τον σχεδιασμό των

Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, την αλλαγή στο κλίμα του ελληνοτουρκικών

σχέσεων, την ανάληψη και διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων με την εφαρμογή ενός

φιλόδοξου σχεδίου Ολυμπιακής προετοιμασίας, που ήταν ουσιαστικά ένα σχέδιο

πραγματικού εκσυγχρονισμού της χώρας, με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή

Ένωση κ.ο.κ.

Από την άλλη βέβαια πλευρά, το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να διαχειριστεί, την περίοδο αυτή,

τον βαθύ διχασμό της κοινωνίας ανάμεσα σε ένα ημισφαίριο της ανασφάλειας και

ένα ημισφαίριο της ασφάλειας, τις νέου τύπου ανισότητες που γεννά η

μεταβιομηχανική κοινωνία, την ταχύτατη αφομοίωση όλων των επιτευγμάτων, τις

διεκδικήσεις που προκαλεί η άνοδος του βιοτικού επιπέδου της χώρας όταν αυτή

δεν μετατρέπεται σε ίση αίσθηση βελτίωσης για όλους, την ανάγκη προσαρμογής.

εκσυγχρονισμού και ολοκλήρωσης του κοινωνικού κράτους κ.ο.κ.

H επέτειος των τριάντα χρόνων από την ίδρυσή του βρίσκει το ΠΑΣΟΚ στην

αντιπολίτευση με μια νέα ηγεσία, αυτή του Γιώργου Παπανδρέου. Το βρίσκει

αντιμέτωπο με την πρόκληση της ανασυγκρότησής του, δηλαδή με την πρόκληση της

επαναθεμελίωσης της σχέσης του με την κοινωνία και τους πολίτες. Αυτή είναι,

κατά βάθος, μία άσκηση ιδεολογικής αυτογνωσίας και κοινωνικής ευαισθησίας, που

δίνει την ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ να γίνει και πάλι ένα Κίνημα αξιών που

υπερασπίζεται στόχους οι οποίοι ήταν άλλοτε αυτονόητοι, αλλά τώρα πηγαίνουν

πολύ συχνά αντίθετα προς το διεθνές ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα και ως εκ

τούτου μπορεί να έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

Το ΠΑΣΟΚ καλείται συνεπώς να χειριστεί πολιτικά και ιδεολογικά μια κοινωνία

που σε μεγάλο βαθμό το ίδιο άλλαξε, μια κοινωνία πολύ πιο ανοικτή και

κινητική, πολυπολιτισμική, απαιτητική και εν πολλοίς ανασφαλή. Μια κοινωνία

που παράγει πάντοτε ανισότητες παλαιού ή νέου τύπου, ανεξάρτητα από το

συνολικό οικονομικό ή αναπτυξιακό επίπεδο της χώρας. Καλείται να χειριστεί μία

οικονομία με δημοσιονομικά και μακροοικονομικά μεγέθη άλλου επιπέδου χάρις

στις πολιτικές των κυβερνήσεών του της περιόδου 1993-2004. Καλείται να

χειριστεί μία Ελλάδα άλλης κλίμακας, που μετά τον θρίαμβο των Ολυμπιακών

Αγώνων πρέπει να απαντήσει στην πρόκληση του μεταολυμπιακού μοντέλου

ανάπτυξης. Καλείται να διαχειριστεί την κρίση της πολιτικής συμμετοχής, την

επιφυλακτικότητα των πολιτών και κυρίως το αίτημα για ένα σύγχρονο και

ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος χωρίς κενά προστασίας, που ενοποιεί και συνθέτει

την κοινωνία μέσα από μία συνεπή αναδιανεμητική λειτουργία.

Το ΠΑΣΟΚ καλείται, με άλλα λόγια, να ξαναβρεί το νήμα της ιστορικής και

κοινωνικής του αυθεντικότητας με τη σαφήνεια, την ευαισθησία, αλλά και την

ευρύτητα που επιβάλλει το κοινωνικό, πολιτικό και εκλογικό του μέγεθος. Αυτό

προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, ένα ΠΑΣΟΚ που εκφράζει την προοδευτικότερη ή,

για να το πω σχηματικά, την αριστερότερη δυνατή εκδοχή ενός μεγάλου,

πλειοψηφικού κόμματος εξουσίας. Ενός κόμματος οργανωτικά και κοινωνικά

ανοικτού, πραγματικά δημοκρατικού και αποκεντρωμένου.

Τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση του, το ΠΑΣΟΚ, που διαμόρφωσε σε πολύ μεγάλο

βαθμό τις σημερινές κλίμακες της χώρας, καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά

από προκλήσεις που το ίδιο εν πολλοίς διατύπωσε. Ως εκ τούτου, και οφείλει

αλλά και μπορεί να τις απαντήσει.