H εφεύρεση του κλιματιστικού και του ανελκυστήρα αποτέλεσαν θεμελιακή

προϋπόθεση για τη διάδοση των χώρων κατανάλωσης (όπως το σούπερ μάρκετ)

Όλοι εθιζόμαστε σταδιακά στην ιδέα ότι καμία δραστηριότητα του δημόσιου χώρου

δεν υπάρχει χωρίς πωλητήρια. H «εμπορική αρχιτεκτονική» και ο καταναλωτισμός

αναδεικνύονται σε πρωταρχικό γενετικό χαρακτηριστικό της ζωής των σύγχρονων

μεγαλουπόλεων. Γι’ αυτό, η υπόθεση που ακολουθεί μπορεί να μοιάζει δυσάρεστη,

είναι όμως και εύλογη: από τη στιγμή που η ιδιωτική εταιρική κυριαρχία γίνεται

αδιαμφισβήτητη στον δημόσιο χώρο, η αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύει όλο και

λιγότερο δημόσιες αξίες.

Το θέμα αυτό βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο μιας σειράς

διεθνών εκθέσεων και εκδόσεων. Όλα τα αεροδρόμια του πλανήτη μετατρέπονται σε

αχανή εμπορικά κέντρα, τα πεζοδρόμια σε επεκτάσεις εμπορικών δραστηριοτήτων,

οι πολιτιστικοί θεσμοί προσανατολίζονται ολοένα και περισσότερο στην

επιχειρηματικότητα, και καλλιτέχνες όλων των μέσων παθιάζονται με τους

μηχανισμούς, τις απολαύσεις, αλλά και τις διαστροφές του shopping.

Το διαφιλονικούμενο πεδίο περιγράφει, με αφοπλιστική έλλειψη

ενδοιασμού, ένας εξιδανικευμένος αρχιτέκτονας των ημερών μας, ο Ολλανδός Rem

Koolhaas: «Ας σταματήσουμε να ηθικολογούμε για τον δημόσιο χώρο».

Σήμερα, ο παγκοσμιοποιημένος ρόλος της κατανάλωσης διατηρεί ορισμένα ιδιαίτερα

συμβολικά χαρακτηριστικά σε μειονοτικούς πολιτισμούς, που χρειάζεται να

παρατηρήσουμε προσεκτικά: ο Stuart Ewen γράφει στο «All Consuming Images»

(Basic books) ότι η σημασία που έχει για την αυτοεκτίμηση ενός νεαρού μαύρου

μπασκετμπολίστα που ζει στο γκέτο το να «έχει στυλ», μας βοηθά να αντιληφθούμε

τη γοητεία του Μάικλ Τζόρνταν περισσότερο ως πολιτιστική εικόνα παρά ως ένα

απλό επιτυχημένο προϊόν της Nike.

Έναν παρόμοιο ρόλο διαδραματίζει στη συμπεριφορά μιας νεαρής που ζει στη

βομβαρδισμένη Βηρυτό, η ενημέρωση για τις νέες τάσεις της μόδας. Παρά τον

αγχωτικό και αλλοτριωτικό χαρακτήρα αυτών των φαινομένων, για μερικούς το να

είσαι «έξω από τη μόδα» ισοδυναμεί με το να «είσαι αόρατος».

H αρχιτεκτονική ανάγνωση του Koolhaas («Harvard Design School: Guide to

Shopping», Tashen) αντλεί από αυτά τα δεδομένα, στρέφοντάς τα όμως συχνά σε

άλλη κατεύθυνση. Ήδη, η μεταπολεμική αντικατάσταση της ηθικής της εργασίας και

της παραγωγής με το καταναλωτικό «καθήκον» προετοίμασαν το έδαφος,

σημαδεύοντας το πέρασμα από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία και

από το «φορντικό» στο «μεταφορντικό» μοντέλο οργάνωσης.

Εντούτοις, η αναγωγή του shopping σε εξιδανικευμένο στρατηγικό, αισθητικό ή

νεοφιλελεύθερο εργαλείο, διαδίδεται σήμερα περισσότερο σαν σύμπτωμα κυνισμού,

σαν ένα είδος ψυχαναγκαστικής λατρείας που δεν επιλύει την κρίση ή την ανία

των δημόσιων συναναστροφών και των καλλιτεχνικών γεγονότων, αλλά ταυτίζεται με

τη μεταμοντέρνα ψυχαγωγία.

Όσοι εγκωμιάζουν τη συγχώνευση δημόσιου χώρου και shopping ισχυρίζονται

ότι ανταλλάσσεται με την ενίσχυση του διαταραγμένου συλλογικού χαρακτήρα της

αρχιτεκτονικής και της σύγχρονης τέχνης. Εντούτοις, το αντίστροφο είναι μάλλον

πιο ευδιάκριτο: το shopping ανέρχεται συμμετρικά στο επίπεδο των

κοινωνικοπολιτικών θεσπίσεων. Γι’ αυτό είναι λάθος να λέμε ότι η λογική και η

διασπορά του καταναλωτισμού εξαλείφουν τον δημόσιο χώρο, χωρίς να προσθέτουμε

ότι τώρα πια συνιστούν ένα είδος «θεσμού». Όλο και πιο πιεστικά το shopping

διεκδικεί τον σεβασμό που αρμόζει σε μουσεία ή σε πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Αυτό που στην πραγματικότητα οικοδομείται σήμερα, είναι η

απενοχοποιημένη συμπερίληψη μιας σειράς φαινομένων που εδώ και χρόνια

αιωρούνταν σκόρπια. Για να το πω αλλιώς: όλα τα θεματικά θραύσματα του

καταναλωτισμού (από την εφεύρεση του ανελκυστήρα και του κλιματιστικού μέχρι

την ποπ κουλτούρα) ερμηνεύονται αναδρομικά σαν αποδείξεις της μετάλλαξης των

πόλεων. H λογική του shopping διεισδύει παντού. Οι δρόμοι μετατρέπονται σε

ημι-ιδιωτικές ζώνες και τα πολυκαταστήματα (όπως τα αεροδρόμια) αποκτούν

ελεγχόμενο ημι-δημόσιο χαρακτήρα, συγκεντρώνοντας δραστηριότητες που μέχρι

πρότινος ανήκαν στους δημόσιους χώρους.

Είναι, επομένως, αδύνατον να επεξεργαστούμε σήμερα νέες ιδέες για τον

δημόσιο χώρο χωρίς ταυτόχρονα να επεξεργαστούμε «μεταστροφές» του

καταναλωτισμού και μια κριτική στάση απέναντι στο φαινόμενο του shopping, που

θα υπερβαίνουν και θα εξισορροπούν τόσο τη στείρα άρνηση όσο και την αφελή

εξιδανίκευσή τους. Ιδού ένας τρόπος επαναδιεκδίκησης της πολιτικής συνθήκης

του δημόσιου χώρου.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας