Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης από τις αρχές

της δεκαετίας του 1990 στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσανατολίστηκαν

κυρίως σε έναν συνδυασμό ανάμεσα στις κατευθύνσεις του Συμφώνου Σταθερότητας

και Ανάπτυξης με την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και τη μείωση των

κρατικών ελλειμμάτων και βελτίωση των όρων χρηματοδότησης της κοινωνικής

προστασίας.

Έτσι, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας

(Eurostat), οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας το 2001 στα 15 κράτη-μέλη της

Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχονται στο 27,5% του ΑΕΠ. Βέβαια, σε ορισμένες χώρες το

ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο, όπως στη Σουηδία (31,3%), τη Γαλλία (30%), τη

Γερμανία (29,8%), τη Δανία (29,5%) και σε ορισμένες χώρες το ποσοστό αυτό ήταν

χαμηλότερο, όπως στην Ιρλανδία (14,6%) και την Ισπανία (20,1%).

Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1992-2001, οι δαπάνες κοινωνικής

προστασίας ανά κάτοικο αυξήθηκαν στα 15 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά

μέσο όρο 1,9% τον χρόνο. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες, όπου το επίπεδο των

κοινωνικών δαπανών ήταν χαμηλότερο, η μέση αύξηση ήταν υψηλότερη από αυτή της

Ευρωπαϊκής Ένωσης (Πορτογαλία + 6,3%, Ελλάδα + 5,6% και Ιρλανδία + 4,7%),

συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του χάσματος από 3,5% το 1992 σε 2,9% το 2001.

Όμως, οι πρόσφατες μελέτες των κοινωνικο-ασφαλιστικών συστημάτων στις χώρες

της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύουν ότι οι κοινωνικο-ασφαλιστικές παρεμβάσεις

δεν διασφάλισαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις της μακροχρόνιας

χρηματο-οικονομικής τους ισορροπίας και κοινωνικής τους αποτελεσματικότητας.

H πρόσφατη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε 25 κράτη-μέλη αποτελεί πρόκληση

για τη διαμόρφωση και υλοποίηση, κατά την τρέχουσα δεκαετία, μίας ευρωπαϊκής

στρατηγικής κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να αντιστραφεί η πορεία

μετεξέλιξης της Ένωσης σε μία αγορά ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών με

κοινωνικά ελλείμματα, ανισότητες και dumping.

Όμως η αναγκαιότητα αυτής της κατεύθυνσης έχει υποκατασταθεί από την Ευρωπαϊκή

Επιτροπή με την ανοικτή μέθοδο συντονισμού, η οποία στην ουσία αποτελεί μία

διαδικασία προσανατολισμού και επιλογής υλοποίησης από τα κράτη-μέλη της

Ευρωπαϊκής Ένωσης καλών πρακτικών με σημείο αναφοράς τα ελάχιστα επίπεδα.

Αντίθετα, η στρατηγική μίας οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά διευρυμένης και

ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει στα νέα οικονομικά και τεχνολογικά

δεδομένα την απομάκρυνση από την αρχή της επικουρικότητας και την ανοικτή

μέθοδο συντονισμού και την παράλληλη προώθηση πολιτικών συγκλίσεων των

συστημάτων κοινωνικής προστασίας.

Πράγματι, προς την κατεύθυνση αυτή (Α. Dantec – F. Pelgin, 1998), παρά το

γεγονός ότι μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών-μελών

παρατηρούνται ορισμένες διαφοροποιήσεις, εντούτοις οι συγκλίσεις που υπάρχουν

σε σημαντικές πτυχές της κοινωνικής ασφάλισης (επίπεδο δαπανών 27,5% του ΑΕΠ,

ύπαρξη διμερών κρατικών συμφωνιών κοινωνικής ασφάλισης μεταξύ των

κρατών-μελών, ποσοστό αναπλήρωσης εισοδήματος 60%-80% των συντάξιμων αποδοχών,

αναδιανεμητικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όρια ηλικίας

συνταξιοδότησης 60 ετών για τις γυναίκες και 65 ετών για τους άνδρες κ.λπ.)

συγκροτούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού συστήματος

κοινωνικής προστασίας.

Σε ορισμένες άλλες πτυχές των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης απαιτούνται

αλλαγές για την ολοκλήρωση των συγκλίσεων, όπως για παράδειγμα την οργάνωση

του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, την αυτόνομη διοίκηση της κοινωνικής

ασφάλισης, την αυτοτελή και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων της, καθώς και

την τυπολογική επιλογή του ευρωπαϊκού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ανάμεσα

στο ομοσπονδιακό (Σουηδία, Δανία), το κορπορατίστικο (Γερμανία-Αυστρία), το

φιλελεύθερο (Αγγλία) και το λιγότερο ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης

(Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία).

Μία άλλη προοπτική που θα διατηρήσει την οργανωτικο-λειτουργική κατάτμηση, τα

κοινωνικά ελλείμματα, το dumping και τις εθνικές ιδιαιτερότητες θα προωθήσει

σταδιακά ως ευρωπαϊκή στρατηγική κοινωνικής προστασίας τα ελάχιστα επίπεδα

παροχών και συντάξεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διάβρωση της κοινωνικής

συνοχής και της κοινωνικής αλληλεγγύης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 25

κρατών-μελών.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και

επιστημονικός διευθυντής INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ