ΔEN XPEIAZETAI ιδιαίτερη απόδειξη το γεγονός ότι η κλιμάκωση της

εκκλησιαστικής κρίσης είναι αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής. Γιατί η

ουσία της πολιτικής δεν περιλαμβάνει μόνο κάποια συγκεκριμένη απόφαση και

πράξη. Πολιτικό αποτέλεσμα παράγει, επίσης, η αδράνεια, είτε ηθελημένη είτε

αποτέλεσμα άγνοιας και αδεξιότητας είναι αυτή.

Άγνοια πάντως του θέματος δεν είχε η κυβέρνηση. Τη θέση της Εκκλησίας της

Ελλάδος γνώριζε καλώς, καθώς την εξέθεσε διεξοδικά ο Αρχιεπίσκοπος κ.

Χριστόδουλος στην αρμόδια υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ενώ

αναλυτικό υπόμνημα με τις θέσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη είχε εγκαίρως στα

χέρια του ο Πρωθυπουργός κ. Καραμανλής.

Ωστόσο, ενώ και ο Αρχιεπίσκοπος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρουσίασαν στην

κυβέρνηση με σαφήνεια τις θέσεις τους, η κυβέρνηση εκτίμησε ότι το ζήτημα δεν

την αφορά. Δεν θεώρησε αναγκαίο να ασκήσει δηλαδή την επιρροή της και προς τις

δύο πλευρές, ώστε να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι της επικοινωνίας, να

συνεχιστεί ο διάλογος και η διερεύνηση μιας κοινά αποδεκτής λύσης στα ζητήματα

που ανέκυψαν.

Αναπτύχθηκε η άποψη ότι η κυβέρνηση «άναψε το πράσινο φως» στον Αρχιεπίσκοπο,

προκειμένου να αντλήσει κομματικά και εκλογικά οφέλη εν όψει ευρωεκλογών.

Αν αυτό ισχύει, τότε η κυβέρνηση «είδε το τυρί, αλλά δεν είδε τη φάκα». Κανείς

ποτέ δεν μπορεί να αντλήσει οφέλη από μια εκκλησιαστική κρίση, ειδικότερα

μάλιστα αν κάνει το λάθος, όπως υπονοεί ο κ. Ρουσόπουλος, ότι η κυβέρνηση «θα

εφαρμόσει το Σύνταγμα και τους νόμους», δηλαδή θα υπογράψει τα Προεδρικά

Διατάγματα και θα θεωρήσει, επομένως, ότι το ζήτημα έκλεισε επειδή

εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Κράτους.

Φυσικά και είναι αυτονόητη πράξη για κάθε κυβέρνηση η υπογραφή των

Διαταγμάτων. Αλλά πολιτικά, τούτο ισοδυναμεί με πράξη νεκροψίας και όχι

πολιτικής διορατικότητας και ευθύνης.

H κυβέρνηση, προφανώς, θεωρεί ότι η εκκλησιαστική κρίση «κλείνει» με την

υπογραφή των Διαταγμάτων, όπως πανηγυρικά ανέφερε χθες ο, μάλλον ανυποψίαστος

για το θέμα, υφυπουργός κ. Καλός.

Στην πραγματικότητα, η κρίση τώρα αρχίζει. H αντίδραση του Πατριαρχείου

είναι κατ’ ουσίαν ιδιαίτερα προσεκτική. Από το σύνολο των μέσων που διαθέτει

και της κλιμάκωσης που θα μπορούσε να επιλέξει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο

υιοθέτησε τελικά «πρωτοβάθμιες» εκκλησιαστικές ποινές, οι οποίες άλλωστε

ασκήθηκαν και στο παρελθόν σε ανάλογες κρίσεις.

Με απλά λόγια, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τις επιλογές του της Παρασκευής,

άφησε ανοιχτή τη θύρα της κυβερνητικής παρέμβασης για εξεύρεση λύσης πριν

προχωρήσει σε ενέργειες οι οποίες δεν θα είναι αντιμετωπίσιμες και

θεραπεύσιμες στο πλαίσιο του ισχύοντος status quo των εκκλησιαστικών σχέσεων.

Διότι το «κλειδί» βρίσκεται ακριβώς εδώ: συμφέρον της Εκκλησίας της Ελλάδος,

του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Ελληνικής Πολιτείας και του Ελληνισμού όπου

γης ήταν και είναι οι όποιες διευθετήσεις να γίνουν στο έδαφος του status quo

της Πατριαρχικής Πράξης του 1928 και των μετέπειτα νομοθεσιών και πρακτικών

των δύο Εκκλησιών περί την εφαρμογή της.

Κάθε διαταραχή αυτού του status quo, όπως θα ήταν για παράδειγμα η άρση της

Πράξης και η υπαγωγή των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών απευθείας στη διοίκηση του

Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα ήταν μία κρίση σημαντικά πιο πολύπλοκη από τη

δημιουργία της Αυτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας το 1833.

Σ’ αυτή την περίπτωση, η μακάρια κυβέρνηση του κ. Καραμανλή θα πρέπει να λάβει

υπόψη της δύο παραμέτρους, τις οποίες αυτήν τη στιγμή δείχνει επιμόνως να

αγνοεί:

Πρώτον, στην ιστορία των κοινωνιών και στη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία δεν

υπήρξαν πιο επίμονες και καταστροφικές έριδες από τις εκκλησιαστικές και

θρησκευτικές.

Δεύτερον, εφόσον η κυβέρνηση επιτρέψει την κλιμάκωση της εκκλησιαστικής

κρίσης, δεν θα μπορεί πλέον να υποδύεται τον επιτήδειο ουδέτερο ή τον Πόντιο

Πιλάτο.

Αν η κυβέρνηση δεν αποφασίσει να παρέμβει έχοντας στη βούλησή της μια καθαρή

γραμμή, ότι δηλαδή λύση μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο του status quo, τότε η

δυσμενέστερη εκδοχή θα ήταν η απόφαση του Πατριαρχείου (την οποία ο

Οικουμενικός Πατριάρχης δεν έχει αποκλείσει) να άρει την Πράξη του 1928 και

την Επιτροπεία και να επιχειρήσει να υπαγάγει στην απευθείας διοίκηση του

Οικουμενικού Πατριαρχείου τις λεγόμενες Νέες Χώρες.

Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα έχουμε μόνο μια πρωτοφανή εκκλησιαστική κρίση,

αλλά καίρια απειλή της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής, καθώς η σύγκρουση περί

τη νομιμότητα των Ιεραρχών θα προσλάβει τη μορφή των αμφισβητήσεων που έζησε

όλη η Ελλάδα στην περίπτωση της Μητροπόλεως Λαρίσης. Και μάλιστα τότε ως πολύ

ειδική, μεμονωμένη και τελικώς προσωποποιημένη περίπτωση διαμάχης περί του

αυθεντικώς δικαιούμενου τον ιερατικό τίτλο. Ενώ τώρα ως γενικευμένη διαμάχη

στο ήμισυ σχεδόν της επικράτειας.

H Ελλάδα του 2004 δεν μπορεί να οπισθοδρομήσει συνολικά μέσα από μία

εκκλησιαστική σύγκρουση, η οποία δεν συμφέρει κανέναν. Εφόσον η Νέα Δημοκρατία

– αλλά και το ΠΑΣΟΚ – δεν έστερξε στον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους στη

Συνταγματική Αναθεώρηση, οφείλει να νιώθει σήμερα διπλό αίσθημα ευθύνης για

εκκλησιαστικές υποθέσεις που καταλήγουν να έχουν κοινωνικές και εθνικές

επιπτώσεις.

H κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διαφύλαξε με επιμονή και συστηματική προσπάθεια τη

δυνατότητα καταλλαγής, διευκόλυνε τον διάλογο, απέτρεψε αμοιβαία την κλιμάκωση

της κρίσης.

H Νέα Δημοκρατία, εκ των πραγμάτων, συναίνεσε στην πρώτη πράξη ανατροπής του

status quo.

Εάν η κυβέρνηση συνεχίσει να αδρανεί, το 2004, αντί να ενσωματώνουμε την χώρα

στον 21ο αιώνα, θα τη γυρίσει η Νέα Δημοκρατία στο 1834.

Είναι αμφίβολο αν αυτό το θέλει οποιοσδήποτε Έλληνας πολίτης. Αλλά αυτό που

δεν κατανοεί η Νέα Δημοκρατία είναι ότι επιστροφή στο 1834 δεν επιθυμεί – κατ’

ουσίαν – ούτε η Εκκλησία της Ελλάδος ούτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Και ενώ τώρα η κυβέρνηση νομίζει ότι κερδίζει με τη στάση της (τουλάχιστον από

τη μία πλευρά), θα ανακαλύψει, αργά ή γρήγορα, ότι αν συνεχίσει να αδρανεί θα

χάσει από όλες τις πλευρές.

Διότι, όπως εξηγεί η Αγία Γραφή: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».

Ο Πέτρος Ευθυμίου είναι βουλευτής B’ Αθήνας του ΠΑΣΟΚ, πρώην υπουργός

Παιδείας και Θρησκευμάτων