Οι κρίσιμες σχέσεις Αθηνών – Φαναρίου είναι θέμα εκκλησιαστικό που όμως μπορεί

να γίνει πολιτικό πρόβλημα. Αυτό το τελευταίο πρέπει να αποφευχθεί και η μόνη

δύναμη που μπορεί να το επιτύχει είναι η υπεύθυνη κυβέρνηση της χώρας.

Εάν υλοποιηθούν οι προειδοποιήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου που

προαναγγέλλονταν στην τελευταία επιστολή του Πατριάρχη περί μη αναγνώρισης των

εκλεγέντων μητροπολιτών και διακοπής της κοινωνίας του με τον Αρχιεπίσκοπο

Αθηνών, τότε το ζήτημα παραμένει εκκλησιαστικό. Μοναδική παρενέργεια είναι η

δυσλειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, αφού θα δυσχερανθεί η επικοινωνία

των επισκόπων μεταξύ τους.

Εάν όμως η διευρυμένη Σύνοδος των Ιεραρχών του Θρόνου στο Φανάρι αποφασίσει

την κλιμάκωση των αντιδράσεων απέναντι στην Αθήνα, τότε το πρόβλημα γίνεται

πολιτικό. Κλιμάκωση των αντιδράσεων μπορεί να σημαίνει είτε μονομερή άρση της

Πράξης του 1928 είτε εκλογή άλλων μητροπολιτών της Κωνσταντινουπόλεως στη θέση

των εκλεγέντων από την Αθήνα ή ακόμα επιτίμιο ακοινωνησίας στον Προκαθήμενο

των Αθηνών. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις εμπλέκεται άμεσα και αναπόφευκτα η

Ελληνική Πολιτεία στο ακανθώδες αυτό πρόβλημα, αφού το ελλαδικό κράτος είναι

ένας από τους τρεις εταίρους της Πράξης (Οικουμενικό Πατριαρχείο – Αυτοκέφαλη

Εκκλησία – Ελληνική Πολιτεία) και νομιμοποιείται να εκδίδει τα διατάγματα

διορισμού των μητροπολιτών.

H κυβέρνηση κινδυνεύει να συρθεί στα ενδότερα μιας ενδοεκκλησιαστικής έριδας,

εάν δεν μεσολαβήσει δραστικά για την αποκατάσταση των δικαίων του Οικουμενικού

Πατριαρχείου που δεν θίγουν το Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας ούτε στο

ελάχιστο. Ας μην λησμονείται ότι το Πατριαρχείο παραμένει ο

αποτελεσματικότερος πρεσβευτής καλής θελήσεως του Ελληνισμού στα πέρατα της

οικουμένης. Άλλωστε το Φανάρι τυγχάνει ευμενούς αποδοχής κι ενεργού

συμπαράστασης από τα διεθνή κέντρα λήψεως αποφάσεων, όπως άλλωστε αποδείχθηκε

ακόμα και στο λεπτό θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της

Χάλκης.

Θα ήταν κρίμα για την ελληνική κυβέρνηση να διακινδυνεύσει τα ερείσματά της

στον απόδημο Ελληνισμό και στη διεθνή πολιτική σκηνή παραμένοντας παθητικός

θεατής των εκκλησιαστικών δρωμένων του ελλαδικού χώρου. Είναι περιττή

πολυτέλεια και ασύνετη πράξη για την πολιτική ηγεσία του τόπου μας να

επιβαρυνθεί με ακόμα ένα πρόβλημα διεθνούς πολιτικής. Το ελλαδικό κράτος δεν

έχει περιθώρια να μένει Πόντιος Πιλάτος, αλλά καλείται να γίνει είτε Σίμων

Κυρηναίος που σηκώνει σταυρό ή ο όχλος που κράζει «άρον, άρον, σταύρωσον

αυτόν».

Το πολιτικό δίλημμα της κυβέρνησης είναι εάν θα σύρει τον «χορό» των γεγονότων

ή αν θα συρθεί από αυτά σε δρόμους σκολιούς και ατραπούς άγνωστες ή και

ριψοκίνδυνες ακόμα και για τους πιο έμπειρους πολιτικούς άνδρες. «Των φρονίμων

τα παιδιά», λέει η λαϊκή σοφία, γνωρίζουν τι κάνουν προτού πάθουν…

Ο Μάριος Μπέγζος είναι καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.