H επόμενη ημέρα έφτασε. H ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε με συντριπτική

πλειοψηφία το σχέδιο Ανάν, που έγινε όμως δεκτό από τους Τουρκοκυπρίους με

μεγάλη πλειοψηφία, και το ζητούμενο είναι, όπως πάντα, μία εθνική στρατηγική,

που να λαμβάνει υπόψη της τα νέα δεδομένα, που είναι πολλά και ευανάγνωστα. H

διαμόρφωση μιας τέτοιας στρατηγικής προϋποθέτει ενότητα, συστηματικότητα και

ειλικρίνεια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ελληνοκυπριακή πλευρά. H ενότητα,

παρά τις εύλογες αντιθέσεις που δημιούργησε το δίλημμα του δημοψηφίσματος,

είναι, πιστεύω, εύκολο να διαμορφωθεί. Άλλωστε, οι διαφορές που υπήρξαν ήταν

διαφορές διεθνοπολιτικών εκτιμήσεων και όχι διαφορές ως προς τον βαθμό

πατριωτικής ευαισθησίας. Τα άλλα δύο όμως προαπαιτούμενα, η συστηματικότητα

και η ειλικρίνεια, δεν είναι τόσο εύκολα όσο φαίνονται. Μία καλά επεξεργασμένη

στρατηγική προϋποθέτει ότι ξέρουμε πράγματι τι θέλουμε και οργανώνουμε τη

σκέψη και τη δράση μας έτσι ώστε να το πετύχουμε, χωρίς αντιφάσεις, ασάφειες

και παλινδρομήσεις.

Πρέπει, συνεπώς, να ερμηνεύσουμε σωστά και σε βάθος το νόημα του ηχηρού «όχι»

της ελληνοκυπριακής πλευράς στο σχέδιο Ανάν. Να αποσαφηνίσουμε, όχι κατά

τεκμήριο, αλλά ρητά, αν στόχος μας εξακολουθεί να είναι μία διζωνική,

δικοινοτική ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό ή κάποιο άλλο σχήμα. Να

διαπιστώσουμε αν οι αντιρρήσεις αφορούν επιμέρους σημεία, τις εγγυήσεις

εφαρμογής ή τη φιλοσοφία του σχεδίου. Να δούμε τι είναι αυτό που προκαλεί

ανασφάλεια στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων όλων των ηλικιών.

H απάντηση στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται από έξι παραμέτρους που συμπλέκονται

και συγκροτούν το σκηνικό της επόμενης ημέρας.

1. H πρώτη παράμετρος είναι αναμφίβολα η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας

στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν πρέπει όμως να αντιμετωπίζουμε την αλλαγή αυτή

με ένα μείγμα αφέλειας και αλαζονείας. H ένταξη δεν προσφέρει μόνο δικαιώματα

και νέες ευκαιρίες πίεσης. Συνεπάγεται επίσης και σοβαρές υποχρεώσεις μέσα στο

σκληρό πολιτικό και διακυβερνητικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι λόγοι που

μας έκαναν να διεκδικήσουμε την ένταξη, ήταν πρωτίστως πολιτικοί και όχι

οικονομικοί. Επιδιώξαμε την ένταξη εμφανίζοντάς την διεθνώς ως μοχλό πίεσης

για την πολιτική λύση του Κυπριακού και όχι ως υποκατάστατο της λύσης που

διασφαλίζει την ένταξη ενός αμιγώς ελληνικού κράτους και προσφέρει απλώς

ενισχύσεις και βοήθεια στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Το γεγονός ότι η εφαρμογή

του κοινοτικού κεκτημένου αναστέλλεται στο κατεχόμενο τμήμα δεν σημαίνει ότι

αναστέλλεται και σε προσωπικό επίπεδο για τους Τουρκοκυπρίους που θέλουν να

ασκήσουν τα δικαιώματά τους, αναγνωρίζοντας τη δικαιοδοσία της Κυπριακής

Δημοκρατίας, στην οποία και υπάγονται.

H ένταξη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υποκατάστατο λύσης, εάν δεν

είχε μεσολαβήσει η διαδικασία που οδήγησε στο τελικό σχέδιο Ανάν και στα

δημοψηφίσματα και εάν είχε επαναληφθεί η κλασική τουρκική και τουρκοκυπριακή

αδιαλλαξία. H ιστορία του Κυπριακού διδάσκει άλλωστε ότι κάθε διαδικασία

διαπραγμάτευσης, και πολύ περισσότερο μία διαδικασία διαπραγμάτευσης,

επιδιαιτησίας του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και άμεσης έκφρασης της βούλησης

των δύο κοινοτήτων μέσω δημοψηφισμάτων, παράγει από μόνη της αποτελέσματα,

ακόμη και όταν το πρόβλημα μένει τελικά ανοιχτό. Έχω μιλήσει και στο παρελθόν

για την πρακτική των «αποσπαστών πράξεων». Κάθε γύρος διακοινοτικών

συνομιλιών, κάθε πρωτοβουλία του ΟΗΕ, κάθε μεσολάβηση, και πολύ περισσότερο

κάθε διαδικασία όπως αυτή που ζήσαμε τώρα τελευταία δημιουργεί, εκ των

πραγμάτων, προηγούμενα, ακόμη και όταν τονίζουμε ότι μία λύση ή γίνεται

συνολικά δεκτή ή δεν ισχύει ως προς κανένα της σημείο.


2. H δεύτερη παράμετρος είναι η σχέση μας με τον ΟΗΕ. Θα ήταν

τραγικό λάθος κάθε κίνηση αποδιεθνοποίησης του Κυπριακού και η

καλλιέργεια της εντύπωσης ότι το αντιμετωπίζουμε πλέον ως πρόβλημα μόνον

ευρωπαϊκό ή διακοινοτικό. Κατ’ αρχάς, για να το αντιμετωπίσουμε ως πρόβλημα

ευρωπαϊκό πρέπει, πρώτον, να το θέλουν και οι εταίροι μας, εκτός και αν

αποφασίσουμε να ανοίξουμε μέτωπο με αυτούς, και δεύτερον, να πιθανολογούμε ότι

η στάση τής Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι καλύτερη και αποτελεσματικότερη από

ό,τι αυτή του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.

Αλλά και για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα ως στενά διακοινοτικό, πρέπει να

το θέλει και η άλλη πλευρά. Οι Τουρκοκύπριοι, μετά το δικό τους «ναι» στο

σχέδιο Ανάν, έχουν κάθε λόγο να επιμείνουν σ’ αυτό και παράλληλα να επιδιώξουν

την αξιοποίηση της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και

προς δικό τους όφελος από τη δική τους οπτική γωνία. Άρα, για να συναινέσουν

σε μία διμερή αντιμετώπιση του ζητήματος, πρέπει να λαμβάνουν συγκεκριμένα και

απτά ανταλλάγματα, όπως για παράδειγμα την αναγνώριση του κράτους τους. Αυτό

όμως ανατρέπει όλη την έως σήμερα στρατηγική μας. Επιπλέον δε θέτει, εξ

ορισμού, σοβαρούς φραγμούς στη διαμόρφωση λύσεων και στην παροχή εγγυήσεων για

κρίσιμα θέματα, όπως τα στρατεύματα κατοχής, οι έποικοι, η επιστροφή των

προσφύγων, τα δικαιώματα περιουσίας και εγκατάστασης των Ελληνοκυπρίων. Δηλαδή

για όλα τα θέματα που οδήγησαν σε απόρριψη του σχεδίου Ανάν. Όλα αυτά ισχύουν,

κατά μείζονα λόγο, για πρωτοβουλίες με τις οποίες αίρονται οικονομικά

περιοριστικά μέτρα ή παρέχονται διευκολύνσεις στους Τουρκοκυπρίους. Πέραν του

ότι ανάλογες πρωτοβουλίες θα λάβει απευθείας η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν

φαίνεται κάτι τέτοιο να συνιστά άσκηση πίεσης στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Το

πιθανότερο είναι να αποκτήσει την αίσθηση ότι υπό πίεση βρίσκεται η άλλη

πλευρά.

3. H τρίτη, άρα, παράμετρος είναι η στάση των

Τουρκοκυπρίων που έχουν, κατά την άποψή τους, «κλειδώσει» το σχέδιο Ανάν

με τη θετική τους ψήφο. Έχουν δε, από την άλλη μεριά, τη δική τους εκδοχή και

τη δική τους προσδοκία για τις θετικές συνέπειες της ένταξης της Κυπριακής

Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα σημείωνα ως τρίτο το γεγονός ότι τα όρια

της δικής τους αυτονομίας είναι περιορισμένα σε σχέση με την Τουρκία. Πρέπει,

συνεπώς, να έχουμε πάντα στο μυαλό μας μία λύση η οποία να διασφαλίζει τον

υψηλότερο δυνατό βαθμό χειραφέτησής τους σε σχέση με την Τουρκία.

H τουρκοκυπριακή πλευρά με τη θετική ψήφο της επιδιώκει τη «θυματοποίησή» της

στα μάτια της Ευρώπης, αλλά και της διεθνούς κοινότητας. Και όπως είναι

γνωστό, αυτό προκαλεί πάντοτε και συμπάθεια και υποστήριξη.

Αυτά πρακτικά σημαίνουν πως ακόμη και το σενάριο της διχοτόμησης με το

οποίο φαίνεται ότι φλερτάρουν αρκετοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην

Κύπρο, αλλάζει πλέον πλαίσιο αναφοράς μετά την ένταξη. Οι οπαδοί

της διχοτόμησης πρέπει να σκεφτούν ότι αυτή συντελείται πλέον μέσα στην

Ευρωπαϊκή Ένωση. Εφόσον, συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν δέχεται δύο μικρά

κράτη στο νησί με χωριστή εκπροσώπηση στα όργανα της Ένωσης και επιμένει στην

ύπαρξη μίας και μόνο θέσης κράτους-μέλους για την Κύπρο, η «ευρωδιχοτόμηση»

είναι εφικτή μόνον εφόσον τα δύο κράτη εκπροσωπούνται ενιαία στο ευρωπαϊκό

επίπεδο, μέσω μίας χαλαρής συνομοσπονδίας που συγκροτείται για τις ανάγκες

αυτής της ευρωπαϊκής εκπροσώπησης. Άρα, η διχοτόμηση του νησιού μπορεί να

καταστεί και «διχοτόμηση» των θεσμικών πλεονεκτημάτων της ένταξης που έχει ήδη

η Κυπριακή Δημοκρατία.

Αυτό έχει σημασία και για όσους θεωρούν ότι το status quo μετά την ένταξη

είναι καλή κατάσταση και άρα μπορούμε να περιμένουμε. Το status quo

εξελίσσεται δυστυχώς μετά και τα δημοψηφίσματα σε ένα είδος όχι απλώς de

facto, αλλά «ημινόμιμης» «ευρωδιχοτόμησης», καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση

συναλλάσσεται με την τουρκοκυπριακή οντότητα και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες

στήριξής της με τη συμφωνία και τη σύμπραξη εν πολλοίς της Κυπριακής

Δημοκρατίας και της Ελλάδας.

4. H τέταρτη παράμετρος είναι η στάση της Τουρκίας και η ευρωπαϊκή

της προοπτική. Είναι προφανές ότι η Τουρκία θα επιδιώξει την

«απενοχοποίησή» της για το Κυπριακό, επικαλούμενη τη θετική της στάση απέναντι

στο σχέδιο Ανάν και τη θετική ψήφο των Τουρκοκυπρίων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η

Τουρκία πληροί ήδη τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, αλλά σίγουρα είναι κάτι. Είναι

άλλωστε δεδομένο και έχει δηλωθεί ευθέως, τόσο από τον Πρόεδρο της Κυπριακής

Δημοκρατίας όσο και από την ελληνική Κυβέρνηση, ότι δεν πρόκειται να προβληθεί

βέτο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το ερώτημα συνεπώς είναι πώς θα

πιεστεί η Τουρκία να δεχθεί βελτιώσεις στο σχέδιο Ανάν. H απάντηση είναι πως

αυτό μπορεί να συμβεί, εάν ασκηθεί μεγάλη και αποτελεσματική πίεση. Από ποιον

όμως και πώς; Ο δρόμος της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνει και

άλλους φραγμούς. Αυτό όμως οφείλεται σε λόγους άσχετους με το Κυπριακό ή ακόμη

και με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις οποίες παρ’ όλα αυτά είμαστε

υποχρεωμένοι να αξιολογήσουμε έως τον Δεκέμβριο με βάση τις αποφάσεις του

Ελσίνκι.

5. Αυτό μας φέρνει στην πέμπτη παράμετρο, που είναι η στάση

της Ελλάδας απέναντι στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, με κριτήριο

όχι μόνο το Κυπριακό αλλά και την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αν

είναι δεδομένο ότι το Κυπριακό δεν είναι λόγος προβολής αντιρρήσεων για την

ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει με τις

ελληνοτουρκικές σχέσεις και πιο συγκεκριμένα με τη διαφορά ως προς την

υφαλοκρηπίδα, τη μόνη που άλλωστε αναγνωρίζουμε ως τέτοια. Το

ερώτημα έχει σημασία, όχι μόνο για την εναρμόνιση της στάσης της Ελληνικής και

της Κυπριακής Δημοκρατίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και για το

κλίμα μέσα στο οποίο τίθενται όλα τα επιμέρους θέματα που αλληλοεπηρεάζονται,

όχι μόνον εμφανώς και επισήμως, αλλά και εμμέσως και αφανώς. Εκφράζομαι

σκοπίμως υπαινικτικά, γιατί είναι απολύτως αναγκαίο να συγκροτήσουμε τη σκέψη

μας σε σχέση με όλα τα ενδεχόμενα και άσχετα από το τι θα κάνουν άλλα

κράτη-μέλη για τους δικούς τους λόγους.

Μετά, μάλιστα, την εμπειρία της Λουκέρνης, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας

ότι η στάση της σημερινής, τουλάχιστον, τουρκικής κυβέρνησης μπορεί να είναι

και για άλλα θέματα διαφορετική από τη συνήθη τουρκική στάση, τουλάχιστον ως

έναν βαθμό. Συνεπώς, η γενική δήλωση ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα

εξελιχθούν ομαλά, ανεξάρτητα από το Κυπριακό ή έστω ανεξάρτητα από τα

αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, δεν συγκροτεί από μόνη της στρατηγική, ούτε

για το Κυπριακό ούτε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι προφανές ότι αν

μπορούσε πράγματι να επιτευχθεί σε ορατό χρόνο η ένταξη της Τουρκίας στην

Ευρωπαϊκή Ένωση, οι επιπτώσεις και στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές

σχέσεις θα ήταν ευνοϊκές, γιατί όλα θα βρίσκονταν πλέον μέσα στον χώρο της

Ευρωπαϊκής Ένωσης. H διαπίστωση όμως αυτή δεν ασκεί από μόνη της πίεση στην

Τουρκία, π.χ. για παραχωρήσεις που βελτιώνουν το σχέδιο Ανάν. H στάση μας

έχει, συνεπώς, ανάγκη από πολύ μεγαλύτερη επεξεργασία.

6. H έκτη παράμετρος είναι τα περιθώρια πρωτοβουλιών της Κυπριακής

Δημοκρατίας, μέσα στο κλίμα που δημιουργείται διεθνώς αλλά και στην

Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τα δημοψηφίσματα. Αυτές οι πρωτοβουλίες, όπως

καταγράψαμε παραπάνω, μπορούν να κινηθούν σε τρία επίπεδα. Το ευρωπαϊκό, το

διεθνές και το διμερές-διακοινοτικό. Από αυτά τα τρία επίπεδα το πιο πρόσφορο

εξακολουθεί να είναι, κατά τη γνώμη μου, το διεθνές: το επίπεδο και το πλαίσιο

του ΟΗΕ. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο να παραμείνει ανοιχτό το ενδεχόμενο

επαναφοράς του σχεδίου Ανάν, ει δυνατόν με βελτιώσεις και πρόσθετες εγγυήσεις,

και επανάληψης του δημοψηφίσματος, εφόσον φυσικά μένουμε στη λογική της

δικοινοτικής και διζωνικής λύσης.

Αυτό άρα που προτάσσεται, είναι να κατανοήσουμε σε βάθος τη νέα κατάσταση και

να μιλήσουμε τόσο με τους εαυτούς μας όσο και μεταξύ μας με απόλυτη

ειλικρίνεια, προκειμένου να διαμορφώσουμε την εθνική μας στρατηγική χωρίς

συγκαλύψεις, εξωραϊσμούς και μεγαλόστομες αοριστολογίες. H νέα κατάσταση

χρειάζεται και μία νέα διαδικασία – πέραν του συνήθους – που να μας θέτει

όλους προ των ευθυνών μας. Μία καλά προετοιμασμένη κοινή συνεδρίαση του

Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου και των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών, υπό

την προεδρία των Προέδρων της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας,

είναι ένα forum κατάλληλο για μία σοβαρή και ιστορικά υπεύθυνη συζήτηση της

κατάστασης. H αξιολόγηση και, άρα, η επιβεβαίωση ή τροποποίηση της εθνικής

στρατηγικής των τελευταίων τριάντα χρόνων χρειάζεται και το ανάλογο

διαδικαστικό πλαίσιο, αλλιώς τα κόμματα είτε θα είναι αιχμάλωτα του πολιτικού

κόστους είτε θα τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις.

H διαδικασία του δημοψηφίσματος δημιούργησε ίσως σε πολλούς, τόσο στην Ελλάδα

όσο και στην Κύπρο, την αίσθηση ότι το Κυπριακό είναι ένα ζήτημα για το οποίο

θα αποφασίσουν μόνοι τους οι Ελληνοκύπριοι μέσω δημοκρατικών διαδικασιών και,

άρα, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. H πραγματικότητα, δυστυχώς, είναι

διαφορετική. Την επομένη του συντριπτικού και πανηγυρικού «όχι» το βόρειο

τμήμα της Κύπρου εξακολουθεί να τελεί υπό κατοχή, τα τουρκικά

στρατεύματα είναι παρόντα, οι έποικοι υπάρχουν και αυξάνονται,

οι πρόσφυγες παραμένουν πάντα μακριά από τις εστίες τους, οι

περιουσίες είναι καταπατημένες και οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούν να

εγκατασταθούν στα κατεχόμενα. Όλα αυτά δεν προσφέρονται φυσικά για

πανηγυρισμούς. Το Κυπριακό ως διεθνές πρόβλημα, ως πρόβλημα εισβολής και

κατοχής, είναι ένα πρόβλημα που θα λυθεί με βάση τον συσχετισμό των διεθνών

δυνάμεων, άρα τον συσχετισμό των διεθνών εντυπώσεων και τον συσχετισμό των

διεθνών πιέσεων. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ούτε να

υποτιμήσουμε. Πρέπει, συνεπώς, να δούμε πώς διαμορφώνεται τώρα αυτός ο

συσχετισμός και να αναλάβουμε όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, με τόλμη και

διορατικότητα, για την ικανοποίηση της πραγματικής βούλησης του κυπριακού

ελληνισμού, αλλά και για την προάσπιση των ευρύτερων εθνικών συμφερόντων του

ελληνισμού.