Είναι αυτονόητο πως την 7η Μαρτίου έκλεισε ένας πολιτικός αλλά και ιστορικός

κύκλος. Παράλληλα, ίσως ήλθε και το ­ πολλάκις εξαγγελθέν στο παρελθόν – τέλος

της μεταπολίτευσης.

Όμως, ακριβώς γι’ αυτό, η επόμενη μέρα του τέλους εποχής που βιώνουμε πρέπει

να οδηγήσει το σύνολο του προοδευτικού χώρου σε ένα βαθύ και ουσιαστικό

αναστοχασμό για συνολικές πορείες και διαδρομές, για στρατηγικές και επιλογές,

για τα βαθύτερα αίτια και τις σύγχρονες αντιθέσεις. Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να

αποκλειστούν οι ρηχές και εύκολες αναλύσεις και τα σαλπίσματα, έπειτα από μια

μικρή ανάπαυλα, για «γρήγορη ανακατάληψη» του «χαμένου παραδείσου».

Δυστυχώς, έως αυτή τη στιγμή, στον χώρο του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να αναπτύσσονται

από ορισμένους μια σειρά εύκολες ερμηνείες και ακόμα χειρότερα να αναζητείται

ο αποδιοπομπαίος τράγος στο πρόσωπο του K. Σημίτη. Το εντελώς εξοργιστικό, δε,

είναι πως κάποιοι που προσπαθούσαν μέχρι πρότινος να μας πείσουν ότι βαθύτερες

διεργασίες ήταν εύκολο να ανατραπούν με «μεγάλες κινήσεις – κόλπα» της

τελευταίας στιγμής ή ότι οι δημοσκοπήσεις έδειχναν άλλα από εκείνα που έβλεπαν

τα μάτια μας, τώρα φέρονται να υποστηρίζουν ότι το αποτέλεσμα οφειλόταν στο…

κισμέτ και ότι ο K. Σημίτης θα έχανε με μεγαλύτερη διαφορά.

Για να υπάρξει, λοιπόν, ο απαραίτητος αναστοχασμός είναι αναγκαίο να

απορριφθούν τα εύκολα ή και υποβολιμαία ερμηνευτικά σχήματα. Το αποτέλεσμα

έδειξε πως, πράγματι, οι τάσεις του εκλογικού σώματος διαμορφώνονται με

διεργασίες σε βάθος χρόνου και όχι τη στενή προεκλογική περίοδο, όπως

προσπαθούσαν να μας πείσουν όσοι σήμερα αντιστρέφουν, οβιδιακά, την οπτική

τους.

Αυτές οι βαθύτερες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία είχαν αποτυπωθεί στην

έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, τον Νοέμβριο του 2003. Βασικά

ευρήματα της έρευνας ήταν η συντηρητικοποίηση σε επίπεδο αξιών, στάσεων,

στερεοτύπων και θεσμικών προσδέσεων, καθώς και η γενικευμένη ανασφάλεια. H

συντηρητικοποίηση και η ανασφάλεια πρωτίστως είχαν να κάνουν με τους δομικούς

μετασχηματισμούς της μεταβατικής εποχής του σύγχρονου κόσμου και ακόμη με

στρατηγικές, επιλογές ή ελλείμματα της πολιτικής.

Σε δεύτερο επίπεδο οι βαθύτερες διεργασίες σχετίζονταν με την κόπωση εξαιτίας

της εικοσάχρονης διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και των σχετικών

συμπαρομαρτούντων, κόπωση που είχε αποτυπωθεί και στα αποτελέσματα των εκλογών

του 2000.

Ήταν φυσικό αυτές οι μακροχρόνιες τάσεις να αποτελούν βούτυρο στο ψωμί της

Νέας Δημοκρατίας. Ο Γ. Παπανδρέου όχι μόνο δεν μπορούσε να τις αντιστρέψει

αλλά υπολειπόταν σε δυνατότητα αντιμετώπισής τους και από τον K. Σημίτη. Για

παράδειγμα, ο K. Σημίτης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη συντηρητικοποίηση και

την ανασφάλεια των πολιτών αν, αντί της παροχολογικής έκρηξης μετά την

προεδρία, εκπονούσε και εξήγγελλε ένα γιγάντιο σχέδιο μεταρρύθμισης της

Δημόσιας Διοίκησης και του κοινωνικού κράτους παράλληλα με την ηθική και

διανοητική μεταρρύθμιση της κοινωνίας. Ακόμα και χωρίς αυτά, όμως, απαντούσε

στη γενικευμένη ανασφάλεια, όντας παράγοντας μεγάλης σιγουριάς και

σταθερότητας. Αντίθετα, ο Γ. Παπανδρέου, έχοντας τα ίδια ντεζαβαντάζ, ενέτεινε

τα αισθήματα ανασφάλειας με το ασαφές ιδεολογικοπολιτικό προφίλ, τα

προγραμμματικά πυροτεχνήματα και τα μπρος – πίσω καθώς και με τα νεφελώδη

κηρύγματα περί νέας εποχής.

Όσον αφορά την κόπωση, ο K. Σημίτης δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα

του πολιτικού υποκειμένου, αλλά στο υποσυνείδητο των πολιτών αποτελούσε πάντα

έναν παράγοντα που υπερέβαινε το – κουρασμένο – ΠΑΣΟΚ. H διαδοχή του από τον

Γ. Παπανδρέου όχι μόνο δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα αλλά έμοιαζε να δικαιώνει

τη ρητορική της N.Δ. περί αποτυχίας και ανάγκης για πολιτική αλλαγή. Επιπλέον,

ο Γ. Παπανδρέου από τη μια έδειχνε να στοχεύει στην κατάργηση του ΠΑΣΟΚ με τη

ρητορική περί «δημοκρατικής παράταξης» και από την άλλη έδινε δείγματα

«επιστροφής δυναστείας» (ξεκίνημα από το Καλέντζι, προεκλογικά σποτ κ.ο.κ.). H

αντίφαση δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κόπωση ούτε να λειτουργήσει

πολυσυλλεκτικά. Αντίθετα, λειτούργησε αποσυσπειρωτικά και προς τις δύο

κατευθύνσεις.

Αναφέρθηκε, ήδη, ότι στη στενή προεκλογική περίοδο οι τάσεις δεν

αντιστρέφονται εύκολα. Είναι, όμως, προφανές πως επηρεάζονται και είτε

μεγεθύνονται είτε μικραίνουν. H ασυνάρτητη προεκλογική εκστρατεία του ΠΑΣΟΚ

έκανε ό,τι μπορούσε για να τις μεγεθύνει. Κατ’ αρχάς είχαμε τις διαρκείς

ταλαντεύσεις και αντιφάσεις. Ο Γ. Παπανδρέου τη μια αποτελούσε «τομή» και την

άλλη «τομή στη συνέχεια», με – ιδιαίτερα κρίσιμο – αποτέλεσμα ούτε το έργο των

κυβερνήσεων Σημίτη να παρουσιαστεί ούτε να γίνει αντιληπτό τι και πώς θα

αλλάξει. Τη μια μιλούσε στο όνομα της δημοκρατικής παράταξης και πέρα από το

σχήμα Αριστερά – Δεξιά, και την άλλη θυμόταν την αντιδεξιά ρητορική και το

«σκληρό ροκ». Τη μια διατύπωνε νεφελώδεις «νεωτερικές» προτάσεις και την άλλη

επιδιδόταν σε παροχολογία.

Έπειτα είχαμε τους συνεχείς αυτοχειριασμούς. H υπόθεση Πάχτα μεγεθύνθηκε

καταλυτικά με ευθύνη και αποφάσεις του ιδίου. Αμέσως μετά την – ανεξαρτήτως

ενστάσεων – εντυπωσιακή εκλογή του από ένα εκατομμύριο πολίτες, τους προκάλεσε

σοκ με τη διεύρυνση. Το debate υπήρξε αφορμή για παλινωδίες που πρόδιδαν άκρα

ηττοπάθεια. Το ζήτημα των φυλλαδίων, τέλος, ακύρωσε το νεοδημοκρατικό αυτογκόλ

των δηλώσεων Πολύδωρα και υπενθύμισε τον χειρότερο πασοκικό εαυτό του.

Τούτων όλων δοθέντων, είναι χρήσιμο να εγκαταλειφθούν το συντομότερο δυνατό οι

εύκολες και ρηχές ερμηνείες, πολύ περισσότερο εκείνες που αναζητούν

αποδιοπομπαίους τράγους. Μόνον έτσι θα προκύψει στο μέλλον ένας ουσιαστικός

αναστοχασμός.