H Αρχή Προστασίας Δεδομένων έκρινε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να δημιουργήσει

αρχείο με τα στοιχεία των «φίλων» του που θα μετάσχουν αύριο – μαζί με τα

οργανωμένα μέλη του – στην εκλογή του νέου προέδρου του (: ονοματεπώνυμο, έτος

γέννησης, φύλο, αριθμός τηλεφώνου και αριθμός ταυτότητας). Και τούτο με δύο

επάλληλες σκέψεις: πρώτον, διότι η σχετική καταχώρηση παραβιάζει δήθεν τη

μυστικότητα της ψήφου. Και δεύτερον, διότι αν σκοπός της καταχώρησης αυτής

είναι η «ταυτοποίηση» όσων προσέρχονται να ψηφίσουν (και, κατ’ επέκταση, η

αποφυγή της διπλοψηφίας), τότε η δημιουργία του σχετικού αρχείου – «έστω και

για περιορισμένο χρονικό διάστημα» – αποτελεί τάχα «δυσανάλογο μέσο» για την

επίτευξή του.

Νομίζω ότι οι σκέψεις αυτές είναι εσφαλμένες για τους ακόλουθους λόγους:

H μυστικότητα της ψήφου παραβιάζεται όταν κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο τον

εκλογέα δεν δικαιούται ούτε μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο της ψήφου, της

συγκεκριμένης ψήφου, που αυτός έδωσε. Δεν παραβιάζεται όταν αυτός εκδηλώνει,

εκτός εκλογικού τμήματος, τις κομματικές του προτιμήσεις. Με το σκεπτικό της

Αρχής θα συνέβαινε το εξής άτοπο: να θεωρείται ότι παραβιάζει τη μυστικότητα

της ψήφου όποιος προσέρχεται στα γραφεία ενός κόμματος και δίνει το όνομά του,

ή όποιος μετέχει σε προεκλογική συγκέντρωση και εγγράφεται σε κατάλογο που οι

οργανωτές άνοιξαν για να αποκαταστήσουν επαφή μαζί του. Θα έπρεπε να

υπενθυμίσει κανείς στα μέλη της Αρχής ότι στις προκριματικές εκλογές των

κομμάτων στις ΗΠΑ – εκλογές που το ΠΑΣΟΚ φαίνεται σήμερα κατ’ αρχήν να

αντιγράφει – κανένας δεν εμποδίζει έναν οπαδό του Δημοκρατικού Κόμματος να

ψηφίσει Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο, ούτε και το αντίστροφο.

Πολύ περισσότερο που, εν προκειμένω, δεν επρόκειτο για τέτοιο κατάλογο, αλλά

για ηλεκτρονική καταχώρηση, που μοναδικός σκοπός της ήταν να αποτραπούν

διπλοψηφίες και άλλες λαθροχειρίες. H Αρχή δεν υποδεικνύει, ούτε θα μπορούσε

να υποδείξει άλλον τρόπο, με τον οποίο θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί ο σκοπός

αυτός χωρίς τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Διότι η κρίσιμη ψηφοφορία

διεξάγεται χωρίς εκλογικούς καταλόγους, ταυτόχρονα και σε όλη την επικράτεια.

Σε κάθε περίπτωση, αν η Αρχή είχε επιφυλάξεις για την τήρηση του εν λόγω

καταλόγου των «φίλων» μετά την ημέρα της ψηφοφορίας, γιατί άραγε δεν επέτρεψε

στο ΠΑΣΟΚ να δημιουργήσει το σχετικό αρχείο, θέτοντάς του ως απαρέγκλιτο όρο

να το καταστρέψει, αμέσως μετά το τέλος της ψηφοφορίας;

Αλλά ακόμη και αν ο κατάλογος αυτός απέβλεπε σε περαιτέρω σκοπούς – όπως, για

παράδειγμα, στην αποστολή προσκλήσεων ή μηνυμάτων στους «φίλους» – διερωτάται

κανείς με ποια λογική ένα κόμμα ή ένας υποψήφιος δεν μπορεί να τον διατηρήσει

όσο αυτός νομίζει, εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος έδωσε τα στοιχεία του ελεύθερα

και εν γνώσει του λόγου για τον οποίο τα έδωσε;

Δεν γνωρίζω αν το ΠΑΣΟΚ θα συμμορφωθεί προς το διατακτικό της απόφασης. Το

μόνο που ξέρω είναι ότι αν θελήσει να την αμφισβητήσει δικαστικά, η απόφαση

αυτή δεν θα σταθεί σε κανένα δικαστήριο της χώρας. Διότι είναι πρόδηλα

εσφαλμένη. Είναι κρίμα, γιατί η Αρχή Προστασίας Δεδομένων μάς είχε συνηθίσει

σε υψηλότερο επίπεδο.

Ο N. K. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν μέλος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων από το 1997 έως

το 2002.