ΟΠρόεδρος της Δημοκρατίας συνόδευσε τις πρωτοχρονιάτικες ευχές του, που τις

ακούσαμε κι από την τηλεόραση, με μια βαρυσήμαντη καταγγελία η οποία προκαλεί

ιδιαίτερη προσοχή. Τόνισε, πολύ ορθά, ότι στη χώρα μας δεν είναι όλα μαύρα.

Και στρέφεται με έμφαση εναντίον εκείνων των μεμψίμοιρων, οι οποίοι τα βλέπουν

έτσι «κατά σύστημα ή κατά συνήθεια». Για να προβαίνει ο κορυφαίος πολιτειακός

παράγοντας, με το κύρος του αξιώματος αλλά και της προσωπικότητάς του, σ’

αυτήν την καταγγελία, ασφαλώς κάποιους θα έχει υπόψη του. Το αξίωμά του δεν

του επιτρέπει βέβαια να τους προσδιορίσει.

Επειδή όμως κανείς δεν παραδέχεται ότι είναι μεμψίμοιρος και κανείς δεν

υποστηρίζει ρητά ότι τα βλέπει «ό λ α μαύρα», απομένει στους σχολιαστές της

πολιτικής ζωής, αλλά και σε μας τους απλούς πολίτες, να αναζητήσομε όχι τόσο

τα πρόσωπα όσο, και κυρίως, τις κρίσεις με τις οποίες περιγράφονται όλα τα της

χώρας μας ως «μαύρα». Είναι πάντως προφανές ότι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος

δεν αναφέρεται σε επιχειρήματα και χαρακτηρισμούς, οι οποίοι ανέκαθεν

διασταυρώνονται μεταξύ των κομμάτων, μεγάλων ή μικρών, μάλιστα σε περίοδο

προεκλογική. H προσήλωσή του στον θεσμικό ρόλο του αποκλείει τέτοιες, έστω και

έμμεσες, παρεμβάσεις.

Πάντως, είναι εύλογο να εκληφθούν ως υπαγόμενοι στην προεδρική αποστροφή

εκείνοι που επισημαίνουν, με κρίσεις και επικρίσεις, ορισμένα φαινόμενα και

καταστάσεις. Εκείνοι, π.χ., οι οποίοι ανησυχούν για τη διαμόρφωση μιας

κοινωνίας άκρατου ατομικισμού. Ακόμα, αυτοί που δυσφορούν παρακολουθώντας στην

τηλεόραση πολιτικούς να υποστηρίζουν άνετα, ότι άλλο τι λέγαμε δημόσια και

άλλο τι είχαμε ήδη αποφασίσει, δηλαδή την προϊούσα αναξιοπιστία του πολιτικού

λόγου, συνακόλουθα και της πολιτείας. Επίσης αυτοί οι οποίοι, πίσω από την

πληθοπαραγωγή διατάξεων για τον περιουσιακό έλεγχο των δημοσίων λειτουργών,

διακρίνουν την παραδοχή μιας ενδημικής ηθικής διάβρωσης του κράτους και την

αδυναμία αποτελεσματικής παρέμβασης. Αλλά είναι και αυτοί που διαμαρτύρονται

για την οικοπεδοποίηση δημόσιων εκτάσεων, για τη συρρίκνωση των ζωνών πρασίνου

και την αισθητική αλλοίωση του ελληνικού τοπίου. Θα μπορούσε ίσως να εκληφθούν

ως υπαγόμενοι στην ίδια περίπτωση και όσοι σκέπτονται ότι η νομιμοποίηση

παρανομιών είναι και ενθάρρυνση για επόμενες παρανομίες.

Ας προστεθεί σ’ αυτές τις ενδεικτικά αναφερόμενες περιπτώσεις και η μελαγχολία

που προκαλεί η καλλιεργούμενη αντίληψη, ότι δεν έχομε πια ανάγκη την ιστορία,

από κοντά και η διαπίστωση για την άγνοια, ακριβέστερα την αγνόηση, της

ιστορίας μας, ακόμα και της πρόσφατης, από νέους και νεώτατους (βλ. και

επισημάνσεις M. Πλωρίτη, «Το Βήμα» 4.1.2004).

Αλλά αυτοί, στους οποίους ανήκει και ο υπογραφόμενος, αναγνωρίζουν κιόλας.

Αναγνωρίζουν π.χ. τους επιτυχείς, έως σήμερα βέβαια, χειρισμούς του Κυπριακού,

τη σημασία έργων όπως η ζεύξη Ρίου – Αντιρρίου, η Αττική Οδός και ορισμένα

άλλα, την ένταξη σύγχρονων τεχνολογιών στις λειτουργίες του κράτους.

Το ζήτημα που ανακύπτει, για όσους ακούσαμε και διαβάσαμε με την επιβαλλόμενη

προσοχή τις προεδρικές ευχές, δεν είναι εάν και ποιοι τα βλέπουν «όλα μαύρα».

Ζήτημα γεννά η επίκληση και χρήση της καταγγελίας που περιέχουν εναντίον

εκείνων που δεν τα βλέπομε όλα μαύρα, αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσομε ότι

είναι όλα καλά.