Σειρά εξελίξεων του τελευταίου διαστήματος έχουν οδηγήσει τον κόσμο της

μεταρρυθμιστικής ανανεωτικής Αριστεράς, κατ’ ουσίαν να μην «αναγνωρίζεται

πολιτικά» σε κάποιο από τα υπάρχοντα σχήματα της ευρύτερης Αριστεράς και

Κεντροαριστεράς, να μην εκπροσωπείται πολιτικά.

Ο κόσμος αυτός έγινε, πλέον, ανέστιος, χωρίς, όμως, να είναι πένης. Αντίθετα,

η ιστορική διαμόρφωση αυτού του διάχυτου, πλέον, χώρου, της μεταρρυθμιστικής

ανανεωτικής Αριστεράς έχει καταστήσει τον κόσμο της πλούσιο από πλευράς ιδεών

και πολιτικής κουλτούρας.

H μεταπολιτευτική προσφορά της ιστορικής ανανεωτικής Αριστεράς, η ανασύνθεση

του κόσμου της με ρεύματα, τάσεις και πρόσωπα άλλων αφετηριών στο πλαίσιο του

ΣΥΝ, ο αναπροσδιορισμός με βάση τα διλήμματα της δεκαετίας του ’90 και τη

συμπόρευση με την αντιεθνικιστική και αντιρατσιστική κινητοποίηση και την

οικολογική δράση και – τέλος – η γενικά θετική διάθεση έναντι του εγχειρήματος

που ξεκίνησε το ’96, ανεξαρτήτως τρόπων έκφρασης, οριοθετούν αυτή την πορεία

διαμόρφωσης και ιχνογραφούν την ταυτότητα του χώρου.

Ταυτόχρονα, όμως, εξηγούν και το σημερινό κενό εκπροσώπησης.

Ο Συνασπισμός θεωρήθηκε ως το σχήμα που εκπροσωπούσε την ιστορική ανανεωτική

Αριστερά και το γκορμπατσωφικό ανανεωτικό ρεύμα. Βέβαια, για τους προσεκτικούς

παρατηρητές ο Συνασπισμός εισήλθε από νωρίς σε μια πορεία σταδιακής μετάλλαξης

σε ένα sui generis κόμμα-υβρίδιο της παραδοσιακής Αριστεράς, το οποίο, από ένα

σημείο κι έπειτα, επικαθοριζόταν από το στοιχείο του πολιτικού τακτικισμού.

Ως εκ τούτου η προεκλογική συνεργασία των 7 (επισήμως «Πρωτοβουλία για τη

Συσπείρωση της Αριστεράς») που εξαγγέλθηκε πρόσφατα, δεν ήταν κεραυνός εν

αιθρία αλλά αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, όμως, υπερέβη

και την πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη. Κοινώς «ήτανε στραβό το κλίμα το ‘φαγε κι ο

γάιδαρος».

Είναι αλήθεια πως στη διεθνή και ευρωπαϊκή Αριστερά υπάρχουν το τελευταίο

διάστημα αρκετά σημάδια ριζοσπαστικοποίησης. Ώς και ο Άντονι Γκίντενς ζητά πιο

αριστερά χαρακτηριστικά για τον «Τρίτο Δρόμο» που εμπνεύσθηκε.

Όμως στη συζητούμενη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με στροφή αριστερά αλλά

με όπισθεν ολοταχώς. Προς επίρρωσιν θα αρκούσε, ίσως, το πολιτικό στίγμα

πολλών από τις συμμετέχουσες δυνάμεις. Θα αρκούσαν οι δηλώσεις μερικών εκ των

«7» πως βλέπουν τη συνεργασία ως ευκαιρία «για την ανασυγκρότηση της

επαναστατικής Αριστεράς» (!!)

H καλύτερη απόδειξη, όμως, καθότι scripta manent, είναι η διακήρυξη στην οποία

κατέληξαν οι «7». Πρόκειται για ένα κείμενο που γυρίζει την Αριστερά αρκετά

πίσω από την περίοδο του ευρωκομμουνισμού της δεκαετίας του ’70.

Δύο σημεία αρκούν. Το πρώτο έχει να κάνει με το όραμα-στόχο των «7» που

δίνεται η εντύπωση πως είναι ένας βελτιωμένος «υπαρκτός σοσιαλισμός». Τι άλλο

μπορεί να υποθέσει κανείς όταν στη διακήρυξη αναφερόταν πως για να ξαναγίνει

«επίκαιρο το αίτημα του σοσιαλισμού» προϋπόθεση είναι η «ορθή και όχι

μηδενιστική κριτική ανάλυση αυτού που ονομάστηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός»» (!!!)

H εκ των υστέρων – μετά την κυκλοφορία της διακήρυξης – αλλαγή όρων με το

πιο… καθώς πρέπει «κριτική αποτίμηση», δεν αναιρεί τις πραγματικές σκέψεις

των «7».

Το δεύτερο έχει να κάνει με την άρνηση μιας από τις σημαντικότερες συνεισφορές

της ιστορικής ανανεωτικής Αριστεράς και από τις θεμελιακές παραδοχές του

γκορμπατσωφικού ρεύματος. Σε περίοδο αλλεπάλληλων ευρωπαϊκών κρίσεων – Ιράκ,

Σύμφωνο Σταθερότητας, Σύνταγμα – δεν προτείνονται ιδέες αριστερού ευρωπαϊσμού

για μια ουσιαστική επανίδρυση της Ένωσης, αλλά η φυγή σε μια «άλλη» ακαθόριστη

Ευρώπη. Εν ολίγοις, διακηρύσσεται η απόσυρση από το ευρωπαϊκό πεδίο, μέσα από

την παράθεση σειράς αρνήσεων και «αντί», που θυμίζουν KKE πριν από το κοινό

πόρισμα KKE-EAP, με το οποίο δημιουργήθηκε ο αρχικός Συνασπισμός.

H «επίσημη δομική μετάλλαξη» του Συνασπισμού θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει στη

σκέψη πως ο κόσμος της μεταρρυθμιστικής ανανεωτικής Αριστεράς θα μπορούσε να

εκπροσωπηθεί από το όμορο ΠΑΣΟΚ.

Αναφέραμε πριν τη γενικά θετική διάθεση έναντι του εγχειρήματος που ξεκίνησε

το ’96. Όμως, από το ’96 κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Υπάρχει η εμπειρία και ο

απολογισμός της οκταετίας. Υπάρχει η «κόκκινη κλωστή» του ελάχιστου

μεταρρυθμισμού, που τη δεύτερη τετραετία συνδυάσθηκε με την ανυπαρξία σχεδίου,

οράματος και στόχου. Υπάρχει η προεκλογική λαϊκίστικη παλινόρθωση του

τελευταίου εξαμήνου. Υπάρχει, δηλαδή, και εδώ «όπισθεν ολοταχώς».

Κι όλα αυτά είναι φυσικό να εξαχνώνουν την αρχική «θετική διάθεση» και να

μειώνουν τον αριθμό όσων από τον χώρο της μεταρρυθμιστικής ανανεωτικής

Αριστεράς αναγνωρίζονται πολιτικά στη δράση της σημερινής κυβέρνησης.

Κι αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί με μια πιθανολογούμενη – και όχι από σενάρια

της «επάρατης Δεξιάς» – «αλλαγή αναβάτη». Ίσως, μάλιστα, και να ενταθεί στον

βαθμό που μια τέτοια αλλαγή δεν θα υπακούει σε κάποια ευρύτερη κοινωνική

δυναμική, όπως συνέβη το ’96, αλλά σε εσωτερικές διευθετήσεις σωτηριολογικού

τύπου.

Το κενό εκπροσώπησης του χώρου της μεταρρυθμιστικής ανανεωτικής Αριστεράς

είναι, λοιπόν, διπλό. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρότι, ένα μέρος αυτού του κόσμου

παραμένει στον ΣΥΝ κι ένα άλλο βρίσκεται στο ΠΑΣΟΚ το διαρκώς μεγαλύτερο και

πολλαπλασιαζόμενο, «μετεωρίζεται» στον «ενδιάμεσο» χώρο, ως επί το πλείστον,

ανένταχτο και σε ποικίλες πρωτοβουλίες ομάδες και συλλογικότητες.

Το κενό δεν πρόκειται να καλυφθεί ώς τις εθνικές εκλογές. Μετά;

H πολιτική, πάντως, όπως και η φύση απεχθάνονται τα κενά.