Οκτώ χρόνια μετά τη σφαγή τουλάχιστον 7.000 Βόσνιων της Σρεμπρένιτσας, δύο

ανώτεροι Σερβοβόσνιοι αξιωματικοί, που είχαν κρίσιμο ρόλο στην οργάνωση της

αιματοχυσίας, μίλησαν στο δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου στη Χάγη.

Στο κοιμητήριο. Μουσουλμάνα της Σερβίας θρηνεί δίπλα στον τάφο συγγενούς της,

ενός από τους τουλάχιστον 7.000 νεκρούς της σφαγής της Σρεμπρένιτσα

Περιέγραψαν την αντίστροφη μέτρηση προς τη σφαγή και μια καλοσχεδιασμένη και

εσκεμμένη επιχείρηση εξόντωσης. Είπαν πως συντονιζόταν σε μεγάλο βαθμό από το

τμήμα στρατιωτικής ασφάλειας και πληροφοριών του σερβοβοσνιακού στρατού και τη

στρατιωτικοποιημένη αστυνομία, δυνάμεις που μισθοδοτούνταν από τη Σερβία.

Οι δύο αξιωματικοί, ο ένας επικεφαλής μονάδας συλλογής πληροφοριών και ο άλλος

διοικητής ταξιαρχίας, δήλωσαν πρόσφατα ένοχοι για εγκλήματα κατά της

ανθρωπότητας και έχουν δώσει στοιχεία εις βάρος δύο άλλων αξιωματικών. Έδωσαν

τόσα ονόματα, αφηγήσεις από πρώτο χέρι, ντοκουμέντα, ακόμη και ένα στρατιωτικό

ημερολόγιο των κρίσιμων ημερών, ώστε αξιωματούχος του δικαστηρίου σχολίασε:

«Ουσιαστικά έγραψαν την ετυμηγορία».

Ένα χρόνο πριν

Ο 48χρονος Μομίρ Νίκολιτς, πρώην επικεφαλής πληροφοριών και ασφάλειας της

ταξιαρχίας Μπράτουνατς, δήλωσε πως η αντίστροφη μέτρηση για την κατάληψη της

Σρεμπρένιτσας είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1994. Στις

οκτώ ημέρες που διήρκεσε η κατάθεσή του, αναφέρθηκε σε μια διαταγή που εξέδωσε

ο διοικητής της ταξιαρχίας, στην οποία ανέπτυσσε τη σερβοβοσνιακή πολιτική

έναντι των μουσουλμάνων στον προστατευόμενο από τους κυανοκράνους του ΟΗΕ

θύλακο της Σρεμπρένιτσας. «H ζωή του εχθρού πρέπει να γίνει αφόρητη και η

προσωρινή παραμονή του στο θύλακο να καταστεί αδύνατη, ώστε να φύγουν μαζικά

το συντομότερο δυνατόν, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν εκεί»,

έλεγε η διαταγή, όπως αναγνώσθηκε στο δικαστήριο. H πολιτική αυτή εφαρμόσθηκε,

δήλωσε ο Νίκολιτς. Άμαχοι έγιναν στόχοι, η βοήθεια εμποδίστηκε να φτάσει στον

πληθυσμό, το ίδιο και τα καύσιμα, τα τρόφιμα και τα άλλα εφόδια για τους

κυανόκρανους του ΟΗΕ, ώστε «να μην είναι έτοιμοι για μάχη».

Αυτό συνεχίστηκε για ένα χρόνο, ώς τα τέλη Μαΐου του 1995, και στη συνέχεια ο

στρατός άρχισε να προετοιμάζει την τελική επίθεση. Τα σερβοβοσνιακά

στρατεύματα, με τη βοήθεια στρατιωτικοποιημένων αστυνομικών και

παραστρατιωτικών μαχητών από τη Σερβία, κατέλαβαν το θύλακο στις 11 Ιουλίου.

Την επόμενη ημέρα, σε συνάντηση νωρίς το πρωί στο αρχηγείο της ταξιαρχίας

Μπράτουνατς, ο στρατηγός Ράτκο Μλάντιτς ανακοίνωσε το σχέδιό του να σκοτώσει

τους αιχμαλώτους. Ο Νίκολιτς είπε πως το πληροφορήθηκε σχεδόν αμέσως από δύο

ανωτέρους του που ήταν στη συνάντηση. Ένας απ’ αυτούς, ο συνταγματάρχης

Βούγιαντιν Πόποβιτς, του είπε πως «οι γυναίκες και τα παιδιά θα εκτοπιστούν

στο Κλάντανι και οι άνδρες θα διαχωριστούν και θα κρατηθούν προσωρινά. Όταν

τον ρώτησα τι θα τους συμβεί, είπε πως όλοι οι μπαλίγια έπρεπε να πεθάνουν»,

κατέθεσε ο Νίκολιτς. Μπαλίγια είναι μια υποτιμητική ονομασία για τους

μουσουλμάνους.

Ο Νίκολιτς περιέγραψε επίσης μια συνάντηση στις 13 Ιουλίου, στην οποία ο

Μλάντιτς μίλησε σε αρκετές εκατοντάδες μουσουλμάνων που είχαν συγκεντρωθεί στο

Κόνιεβιτς Πόλιε. Τους είπε να μην ανησυχούν, ότι οργανώνεται η μεταφορά τους.

Αργότερα, κατέθεσε ο Νίκολιτς, καθώς ο Μλάντιτς τον χαιρετούσε, εκείνος τον

ρώτησε τι επρόκειτο να γίνει με τους άνδρες. Ο Μλάντιτς απάντησε με μια

χειρονομία, είπε ο Νίκολιτς. Επανέλαβε αυτή τη χειρονομία στο δικαστήριο,

κινώντας το χέρι του από αριστερά προς τα δεξιά, με την παλάμη κάτω, στην

κίνηση του κοψίματος. Ο εισαγγελέας Πίτερ Μακλόσκι ρώτησε: «Τι νομίσατε ότι θα

συμβεί στους αιχμαλώτους;». Ο Νίκολιτς απάντησε: «Δεν νόμισα. Ήξερα».