– ΛΟΙΠΟΝ. Έχουμε και λέμε. Τη Δευτέρα έχουν απεργία οι δάσκαλοι, χίλια

χρόνια να ζήσουνε οι άνθρωποι. Οπότε, άνετα το χτυπάμε ένα τριήμερο.

– Πού θα πάτε;

– Πού θα πάμε, δεν είναι το ζητούμενο. Να φύγουμε, είναι το ζητούμενο. Να

μπούμε στο αμάξι κι όπου μας βγάλει το διόδιο.

– Στην προηγούμενη έξοδο είχε φοβερή κίνηση. Όλο το τριήμερο στο Σχηματάρι το

βγάλαμε.

– Άσχημο είναι το Σχηματάρι; Μαγευτική περιοχή, απλά δεν της δίνουμε την

δέουσα προσοχή. Και στης Κορίνθου να ακινητοποιηθείτε. H κουμπάρα μου, προ

εξαμήνου, περάσανε αξέχαστα.

– Ναι, αλλά δεν μου είπες πού θα πάτε, τελικώς…

– ΓΙΑΤΙ MOY διακόπτεις τον ειρμό; Νομίζεις ότι τον έχω περισσευούμενο;

Εδώ, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι. Ξεκινάω να πάω στην κουζίνα και μέχρι να φτάσω στο

μπάνιο ξεχνάω τι ήθελα να κάνω στην τουαλέτα.

– Υπολόγιζες το τριήμερο της απεργίας.

– Φύγαμε από αυτό τώρα. Πάμε παρακάτω. 28η Οκτωβρίου πέφτει ημέρα Τρίτη.

Τετραήμερο. Θα μου πεις, είναι εκείνη η Δευτέρα, σαν την κουραδίτσα μες στη

μέση…

– Κάτι τέτοιες Δευτέρες, εγώ πάντα αρρωσταίνω.

– Και ο Νικόλας;

– ΑΠΟ τον Νικόλα κολλάω, που κολλάει από τον προϊστάμενο, που κολλάει

από τον υπεύθυνη αρχείου, που κολλάει από τον ταμία, που κολλάει από τον

κλητήρα, που κολλάει από τη συνάδελφο δημοτολογίου, που κολλάει από τον

φορολογούμενο που έρχεται να εξυπηρετηθεί, αλλά όλοι λείπουμε, γιατί όλοι

κολλήσαμε του θανατά και φύγαμε τετραήμερο. Τα τηρούμε εμείς τα έθιμα στο

γραφείο.

– ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ της φυλής μας…

– Το τμήμα μας έχει μεγάλη φήμη στο Δημόσιο. Κι απ’ τα άλλα υποκαταστήματα,

απ’ άκρη σ’ άκρη της τιμημένης μας πατρίδας, σ’ εμάς έρχονται οι συνάδελφοι

για την ίωση πριν από τα τριήμερα.

– Μα είναι πράγμα τώρα αυτό;

– Ναι, αγάπη μου. Μια χαρά πράγμα είναι τώρα αυτό. Όταν σου δουλεύω εγώ στο

γραφείο της μαύρης συμφοράς, χωρίς εξαερισμό, χωρίς θέρμανση, χωρίς ένα

παράθυρο να ρημαδοανοίγει; Όταν χτυπάω οχτάωρο σαν τον άστεγο στο χαρτόκουτο;

Τόσα χρόνια φτύνω το γάλα που βύζαξα για να πάρω, στα εξήντα πέντε μου, δυο

κιλά μαρούλια ως σύνταξη – μια χαρά πράγμα είναι αυτό. Με εκδικείται το

κράτος; Το εκδικούμαι κι εγώ.

– Κι ο πολίτης τι σου φταίει;

– ΓΙΑΤΙ, ο πολίτης στη δική του δουλειά δεν τσουρνεύει τις ενδιάμεσες

μέρες για το τριήμερο; Δεν χτυπάει αναρρωτικές; Τι είναι αυτό το ηλίθιο «ο

πολίτης και ο πολίτης»; Κι εγώ πολίτης κι εκείνος πολίτης. Κι εγώ εργαζόμενος

κι εκείνος εργαζόμενος. Κι εγώ λουφαδόρος κι εκείνος λουφαδόρος. Όλοι έτσι τη

βγάζουμε. Με τις κοπάνες.

– Άντε και φύγατε! Δεν θα κολλήσετε στην Κακιά Σκάλα;

– ΕΜΕΙΣ κολλάμε στους Αμπελοκήπους. Κολλάει το μυαλό μας, κολλάει η

καρδιά μας. Κολλάει η ψυχούλα μας, το συναίσθημά μας. Αυτό το… «σαν ζωή»,

μόνο ζωή δεν είναι. Αυτό είναι…

– «Κλειστόν μέχρι νεωτέρας»…

– Το «Κλειστόν» το βλέπουμε. Το «νεωτέρας» περιμένουμε ακόμα.