Επανειλημμένα, από αυτές τις στήλες, έχουμε αναφερθεί στον «ελάχιστο

μεταρρυθμισμό» ως διακριτικό γνώρισμα των κυβερνήσεων Σημίτη. Την πρώτη

τετραετία, τουλάχιστον, υπήρχε η προσπάθεια εισόδου στην ΟΝΕ που λειτούργησε

ως άλλοθι γι’ αυτό το γνώρισμα. Τη δεύτερη, όμως, όταν οι στόχοι έγιναν πιο

«ταπεινοί» – συμπεριλαμβάνοντας, βέβαια, την επίλυση ορισμένων ιστορικών

εκκρεμοτήτων -, παρόμοιο άλλοθι δεν υπήρχε. Ήταν έτσι φυσικό ο «ελάχιστος

μεταρρυθμισμός» να φτάσει έως τη «μεταρρυθμιστική άπνοια».

Από το σημείο αυτό, όμως, έως αυτό που ζούμε τους τελευταίους μήνες, μετά τον

ανασχηματισμό, η απόσταση είναι μεγάλη, αν όχι δυσθεώρητη. Το κωμικοτραγικό

είναι ότι προηγήθηκε η αποπομπή Λαλιώτη στο όνομα της απρόσκοπτης εμβάθυνσης

του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Αντί, όμως, αυτής της εμβάθυνσης, αντί του

«δεύτερου κύματος εκσυγχρονισμού», όπως ήταν το κεντρικό σύνθημα του 2000,

αντί ακόμα και αυτού του «ελάχιστου μεταρρυθμισμού» και της «μεταρρυθμιστικής

άπνοιας», είμαστε μάρτυρες μιας ταχύτατης όσο και θορυβώδους απορρόφησης από

τη δίνη του εκλογικού κύκλου. Μιας απορρόφησης για την οποία χρειάζεται

προσπάθεια ώστε να αποφευχθεί ο πειρασμός να περιγραφεί μέσα από τα

επιχειρήματα τών – προ ’96 – βιβλίων του ίδιου του K. Σημίτη.

H αρχή έγινε το καλοκαίρι με την υποκατάσταση μιας σύγχρονης πολιτικής για τη

ρύθμιση των αγορών και την αντιμετώπιση της ακρίβειας από την «τηλεοπτική

πάταξη της αισχροκέρδειας» του νέου υφυπουργού κ. Κουλούρη, η οποία, εν

πολλοίς, θύμιζε την αλήστου μνήμης «μάχη του τελάρου» του ’82.

Έπειτα ήρθε η πρόταση αλλαγής του εκλογικού νόμου. Αναρωτηθήκαμε από αυτές τις

στήλες μήπως πρόκειται για «πολύ κακό για το τίποτα;» και οι εξελίξεις

απέδειξαν πως η μόνη υπερβολή σε αυτή τη διατύπωση βρισκόταν στο ερωτηματικό.

Στη συνέχεια είχαμε το «κοινωνικό πακέτο», το οποίο εμπεριείχε τις

καλοδεχούμενες – αλλά ετήσιες, πλέον – αυξήσεις στο ΕΚΑΣ και τις αγροτικές

συντάξεις, ενώ κατά τα άλλα περιείχε είτε μέτρα που αφορούσαν τους δημοσίους

υπαλλήλους είτε επικοινωνιακές και όχι ουσιαστικές ρυθμίσεις είτε

προβληματικές, π.χ. αυτές για τα I.X.. Εν ολίγοις, το υποτιθέμενο «κοινωνικό

πακέτο» κάθε άλλο παρά επικεντρωνόταν σε ρυθμίσεις που να αφορούν αποκλειστικά

τους «μη έχοντες και κατέχοντες» ούτε προωθούσε μια νέα προοπτική για το

κοινωνικό κράτος, όπως διαφημίστηκε. Άλλωστε, η αντίληψη της έκτακτης – και

προεκλογικής – «επιχορήγησης» που ενυπήρχε στις κυβερνητικές εξαγγελίες δεν

έχει και πολύ σχέση με «νέο κοινωνικό κράτος».

Συνοδευτικά ήρθε η «Χάρτα», δηλαδή, η ελληνοποιημένη εκδοχή της απόφασης της

Λισαβώνας. H προσφορά της ήταν ότι, πράγματι, για πρώτη φορά ένα προεκλογικό

πρόγραμμα ελληνικού κόμματος περιείχε συγκεκριμένους και ποσοτικούς στόχους.

Όμως, η βασική παραδοχή που υποστήλωνε αυτούς τους στόχους, δηλαδή η διατήρηση

ρυθμών ανάπτυξης κατά πολύ ανώτερων των ευρωπαϊκών και μετά το 2004, ήταν

αξιωματική και στον αέρα. Όμως, για τις μεταρρυθμίσεις που θα υποστήριζαν την

επίτευξη του ενός ή του άλλου από αυτούς τους στόχους επικρατούσε πλήρης και

εκκωφαντική σιωπή. Κυρίως, όμως, η Χάρτα Σύγκλισης, ακόμα και κατά όνομα

υπενθύμιζε πως αυτός ήταν ο κεντρικός κυβερνητικός στόχος της τετραετίας που

κλείνει. Καθίστατο, έτσι, αντικείμενο εύκολης κριτικής.

Επιπλέον, με το «πακέτο» και τη «Χάρτα» σημειώθηκε μια σημαντική στροφή προς

μια επεκτατική οικονομική πολιτική. H στροφή αυτή, όμως, ούτε συζητήθηκε ούτε

αναλύθηκε ούτε διακηρύχθηκε επισήμως. Έγινε, όπως και άλλες, στα «μουλωχτά»

και, μάλιστα, λίγο καιρό μετά την πρωτοσέλιδη συνέντευξη Χριστοδουλάκη στους

«Financial Times», με την οποία υπεράσπιζε το Σύμφωνο Σταθερότητας και κάκιζε

όσους το παραβιάζουν. Τι να υποθέσει, λοιπόν, κανείς για τον χαρακτήρα αυτής

της – μη ομολογούμενης – στροφής;

Οι «πρωτοβουλίες» συνεχίσθηκαν με «επικοινωνιακό θεαθήναι» όσον αφορά το πόθεν

έσχες. Τι άλλο να πει κανείς όταν την εποχή της απλοποίησης προωθούνται

περίπλοκες και γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, όταν ο ίδιος ο – καθ’ ύλην –

αρμόδιος γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κ. Δαφέρμος τις χαρακτηρίζει

ανεφάρμοστες για σημαντικό διάστημα κι όταν οι 60.000 δηλώσεις που εδώ και

καιρό κατατίθενται στην Αντεισαγγελία έχουν παραδοθεί στα τρωκτικά που

παρεπιδημούν στον Άρειο Πάγο.

Επακολούθησε η πρωτοβουλία για τα αυθαίρετα. Γι’ αυτήν αρκεί η φράση του N.

Σηφουνάκη πως «από το 1974 ώς σήμερα υπήρξαν 16 νόμοι νομιμοποίησης

αυθαιρέτων. Πιστοί σήμερα στην παράδοση επανερχόμαστε με αυτό το ζήτημα με

ό,τι σημειολογικά συνεπάγεται για τον πολίτη». Πρόκειται για πρωτοβουλία στην

καρδιά του πελατειακού συστήματος αλλά και της αναπαραγωγής του φαύλου κύκλου

νομιμότητα-παρανομία, διά της αρωγής του κράτους και των πολιτικών του.

Τέλος, είχαμε την, μη ολοκληρωθείσα ακόμα, ρύθμιση για τα δάση, προβληματική,

όπως όλα δείχνουν, κάτι που άλλωστε αποδεικνύεται – παρά το σύνθετο του

προβλήματος – από το προεκλογικό της τάιμινγκ.

Με τούτα και με ‘κείνα, όμως, δεν διακρίνεται καν εκλογική αποτελεσματικότητα.

Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να πληγώνονται καίρια οι παρακαταθήκες για την

επόμενη μέρα.

Με τούτα και με ‘κείνα, όσοι έβλεπαν την Κεντροαριστερά – που επανεισήγαγε το

’96 στο πολιτικό λεξιλόγιο ο K. Σημίτης – ως συμπληρωματική ιδέα του

εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος και ως μείζονα πρόταση «ανασύνθεσης του

προοδευτικού χώρου» κι όχι ως «τέχνασμα» αποκομμένο από την περιρρέουσα

ατμόσφαιρα ή/και ως μια συνήθη προεκλογική «επιτροπή στήριξης», δεν μπορεί

παρά να είναι μουδιασμένοι.

Γιατί όσα ζούμε τους τελευταίους μήνες μοιάζουν σαν αντιστροφή των ελπίδων που

γεννήθηκαν το ’96 και των ιδεών που τότε φάνηκε να κυριαρχούν.

O Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι δημοσιογράφος και μέλος της Γραμματείας

της A.E.K. της Αριστεράς.