ΣΑΒΒΑΤΟ κι απόβραδο, πήγα τον γιο μου και τον κολλητό του στους «Πειρατές

της Καραϊβικής». Στον multiplex, μπήκαμε στην ουρά μαζί με άπειρες μαμάδες,

γιους και κολλητούς. Μπαμπάδες, κόρες και κολλητές. Μαμάδες και μπαμπάδες,

γιοι, κόρες, κολλητοί. Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός.

Στην ουρά για τα εισιτήρια. Στην ουρά για τα ποπ κορν με το αναψυκτικό. Στην

ουρά στις κυλιόμενες. Στην ουρά για την αίθουσα 2. Στην ουρά για να βρούμε τις

θέσεις μας. Όλοι μαζί. Ταυτόχρονα. Καθήσαμε. Όλοι μαζί. Ταυτόχρονα. Αρχίσαμε

το ποπ κορν. Όλοι μαζί, ταυτόχρονα. Κρατς κρουτς. Ταυτόχρονα.

Σαρλό. «Μοντέρνοι Καιροί».

KATI οι διαφημίσεις, κάτι τα τρέιλερ, κάτι το έργο – μια δυομισάρα

γεμάτη – μείναμε ακίνητοι τρεις ώρες μέσα στην αίθουσα. Χωρίς ψιθύρους. Χωρίς

απορίες. Χωρίς αναδέματα. Χωρίς «πιάστηκα στην καρέκλα, μαμά». Σιωπή. Μούγκα.

Μια αίθουσα γεμάτη παιδιά κι ούτε μια παιδική φωνούλα. Ακίνητοι. Αμίλητοι.

Αγέλαστοι.

ΣΑΡΛΟ. «Μοντέρνοι Καιροί».

Όταν καθάρισε ο πειρατής κι έσπασε η κατάρα, σηκωθήκαμε. Όλοι μαζί.

Ταυτόχρονα. Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο που μας επέδειξαν. Όλοι μαζί.

Ταυτόχρονα. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και μπήκαμε στην καφετέρια για παγωτό και

κρέπες σοκολάτα. Όλοι μαζί. Ταυτόχρονα.

Σαρλό. «Μοντέρνοι Καιροί».

Ως πειρατής μιας άλλης Καραϊβικής, σέρνω κι εγώ μια άλλη κατάρα. Μια κατάρα

που δεν λέει να σπάσει: θέλω να μιλάω για το έργο που είδα. Μου άρεσε, δεν μου

άρεσε, μου την έσπασε, ποιος έπαιζε καλά κι άλλα τέτοια νοσηρά. Ο γιος μου και

ο κολλητός του παλεύανε να τεμαχίσουνε μια κρέπα κοσμίως πλην ματαίως. Λέξη.

Μόκο. Κιχ.

– ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ το έργο;

Παύση.

– Καλό.

– Εσένα;

Παυσάρα.

– Καλό.

– Τι σου άρεσε πιο πολύ;

Παύση.

– Οι σκελετοί.

– Εσένα;

Παυσάρα.

– Το αυτό.

– ΕΓΩ, παιδιά, σαν να αηδίασα λιγάκι που το πιρούνι καρφώθηκε στο

γυάλινο μάτι του πειρατή.

Παύση.

– Μπλιάχ!

Παυσάρα.

– Πολύ μπλιάχ!

– Ο Χάρι Πότερ ή οι Πειρατές σάς άρεσαν περισσότερο;

– Θέλω κι άλλη κρέπα, παρακαλώ.

– Κι εγώ.

Αυτό. Μισή ώρα καθισμένη σε μια καφετέρια με παιδιά – ανδριάντες, αυτό τον

δημιουργικό διάλογο απεκόμισα:

«ΚΑΛΟ. Καλό. Οι σκελετοί. Το αυτό. Μπλιάχ. Πολύ μπλιάχ. Κι άλλη κρέπα

παρακαλώ. Κι εγώ.»

ΟΥΦΟ εμείς! Από άλλον πλανήτη. Τότε που η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη και

ηλιθία. Τότε που δεν είχαμε Game Boy, Game Cube, Playstation, Nintendo, DVD.

Τότε που κάναμε μία βδομάδα να συνέλθουμε από την έξαψη του σαββατιάτικου

σινεμά. Το συντηρούσαμε μέσα μας ως πολύτιμο λίθο. Ως διώρυγα ανάμεσα στην

παιδική μας καθημερινότητα και την επόμενη περιπέτεια. Καθίσματα που τρίζανε.

Ταξιθέτριες με φακό. Κόπιες με κακό ήχο. H ζωή μας δεν ήτανε Dolby Stereo. Κι

όμως! Με έναν μαγικό τρόπο, εμείς τα ακούγαμε τα λόγια. Και τα ακούγαμε

καλύτερα από τα παιδιά μας. Γιατί, για εμάς, το σινεμά ήταν ταξίδι

υπερατλαντικό. Δεν ήταν χαρτομάντιλο μίας χρήσεως. Και το σεβόμασταν. Το

καταθέταμε, με ευλάβεια, στη μνήμη μας. Δεν πατάγαμε delete με τους τίτλους

τέλους.

ΣΑΒΒΑΤΟ κι απόβραδο, σηκωθήκαμε από την καφετέρια. Όλοι μαζί.

Ταυτόχρονα. Μπήκαμε στα αυτοκίνητα. Όλοι μαζί, ταυτόχρονα. Όλοι μαζί οι

λιλιπούτειοι Σαρλό. Όλοι μαζί οι μικροί πειρατές μιας απέραντα σιωπηρής

Καραϊβικής.